«Αυτές τις μέρες που γιορτάζουμε τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Βίκτορα Ουγκό, είναι αδύνατο να μην ακούσουν στην Ελλάδα, που με τόση ευγένεια την τραγούδησε ο μεγάλος ποιητής μας, τις φωνές της Γαλλίας που ζητούνε λευτεριά για το Μπελογιάννη και τους συντρόφους του.
Οι πατριώτες δεν είναι δυνατό να χαθούν. Το μόνο τους έγκλημα είναι η αγάπη προς την πατρίδα τους. Μονάχα οι ξένοι ιμπεριαλιστές μπορούσαν αν τους τιμωρήσουν γι’ αυτό.
Η Ελλάδα είναι η πατρίδα του ηρωισμού. Όλος ο κόσμος το ξέρει και γι’ αυτό τη βοηθάει ακόμα πιο πολύ.
Στο όνομα της αγάπης μας για τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά, στο όνομα των ανθρωπιστικών μας παραδόσεων που είναι γέννημα των ελληνικών παραδόσεων, να σώσουμε το Μπελογιάννη και τους συναγωνιστές του, να αναγκάσουμε την καταπίεση, την ωμότητα και την πολεμική απειλή να κάνουν ένα βήμα πίσω».
«Ο Μπελογιάννης πέθανε. Δε θυσίασε τίποτε από την τιμή μας. Ούτε από την ελπίδα που έχουμε στο Αύριο που στραφτοβολά»
ΠΟΛ ΕΛΥΑΡ
Στους Μπελογιάννηδες
Κώστας Βάρναλης
Χαραβγή κατεπάνω του θανάτου
βάδιζεν η καρδιά σου, Παληκάρι,
λες κ’ είταν άλλος: άγουρος που ορθρίζει
ν’ ανταμώσει κρυφά την πρώτη αγάπη.
Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου,
το ηλιοστεφάνι τ’ ουρανού να φτάσει.
Κι αν χάραζε για σένα αιώνια Νύχτα,
η προδοσιά χορέβοντας σε φτυούσε.
Με χέρι’ αλυσωμένα, που αγαπούσαν
να κρατάνε για τον οχτρό ντουφέκι
και γαρούφαλο για το μάβρο Νόμο
σε βάλανε σημάδ’ οι πλερωμένοι
οι αρματολόγοι το χεροδεμένο,
τον Έναν οι πολλοί, τον άντρα οι φούστες,
οι τρίδουλοι το λέφτερο κ’ η λάσπη
τον πρωτανθό της Αρετής, Εσένα!
Δεν έχεις τάφο, άλλ’ όπου ηλιοβολιέται
γαρούφαλο στητό κι όπου βροντάει
καριοφίλι της λεφτεριάς, ολόρθον
η Μούσα σε φιλεί κι ο Μακρυγιάννης.
Δεν έχεις κι όνομα. Οι μάβροι το μαβρίσαν.
Μα το λένε στη ρεματιά τα’ αηδόνια,
οι ανέμοι στα πλατάνια και στα ελάτια
και τα νερά σε θάλασσα και βρύσες.
Μην κλαίτε, μάνες μαβρομαντηλούσες
και συ, Μεγάλη Μάνα των μανάδων!
Όπου να ναι, Θα τον νεκραναστήσει
μέγας λαός κι αφτός αναστημένος
«…Ο Μπελογιάννης μάς έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Μ’ ένα γαρίφαλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.
Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Τώρα ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα και οι σάλπιγγες.
Καλημέρα Μπελογιάννη…».
(Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα από το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», Αϊ – Στράτης, 30/03/1952).
Αλέκου Ρεπάντα: Του Μπελογιάννη
Ο Γράμμος εσυνέφιασεν τα μάτια του βουρκώσαν
του Γκόλιου οι ψηλές κορφές μοιρολογούν και κλαίνε
κι όσες βρυσούλες γάργαρες θολώνουν και στερεύουν
κι η νύχτα απόψε πήχτωσε κι η αυγή δε ροδοσκάει
μήτε του γήλιου οι χρυσές αχτίδες πια ζεσταίνουν
μήτε στου Αιγαίου τα νερά καράβια αρμενίζουν.
Κι ένα πουλί γλυκόλαλο ρωτάει έναν διαβάτη:
-Τι τάχα βάρος έπεσε στη γη την καρποδότρα
κι όλα θρηνούν κι όλα βογγούν με μαύρα μοιρολόγια;
Μήνα φωτιά την έκαψε, μήνα κι αστροπελέκι;
– Μηδέ φωτιά την έκαψε, μηδέ κι αστροπελέκι
ένα λεβέντη πιάσανε φασίστες και κοπέλια
με προδοσια μπαμπέσικη καρτέρι τού ‘χαν στήσει.
Λεβέντης είν’ στ’ ανάστημα, της γης αντρειωμένος,
πόχει λαφιού περπατησιά και μάτια αετήσια
στη σάγητια ‘ναι μάστορας λέοντα τόνε κράζουν.
Χίλιοι μπροστά τον πήγαιναν και δυο χιλιάδες πίσω
κι από ζερβά κι από δεξιά με πάλες και με σπάθες
γεμάτοι μίσος και χολή και παν να τον δικάσουν.
Τη δίκη του τοιμάσανε ξένοι και ντόπιοι λύκοι.
Για ν’ αρνηθεί τ’ αδέλφια του χρυσά φλωριά του τάζουν.
Κι όλοι τριγύρω κάθησαν και τον τηρούν και τρέμουν
σα φύλλα χινοπωρινά πουν’ έτοιμα να πέσουν.
Κιτάπια φέρουνε πολλά τόνα κατόπι στ’ άλλο.
Κι αφού τα καλοδιάβασαν και κατηγόρησάν τον
πως τάχα κακοφέρθηκε σε νόμους αφεντάδων
ένας απ’ τους τρανήτερους σηκώθη και του κρένει:
– Πούθε μωρέ κατάγεσαι και ποιο ‘ναι το ονόμα σου;
– Απ’ το Μωριά κατάγομαι τον πολυδοξασμένο
πούναι γιατάκι των κλεφτών, κάθε κορφή και δόξα,
κάθε βρυσούλα φλάμπουρο και τ’ όνομά μου Νίκος.
– Και ρίζα ποια σ’ ανάθρεψε, και ποια ‘ναι η συντροφιά σου;
– Η ρίζα μ’ είν’ ελληνική στον κόσμο ξάκουσμενη
καλόκαρπη ‘ν από παλιά – το δίκιο συντροφιά μου.
– Και ποιο ‘ναι βρε το γένος σου π’ αφέντη δεν ακούει;
– Το γένος μ’ είν’ περίφανο των Κολοκοτρωναίων
που δεν προσκύνησαν ποτέ διάτα προσκυνημένων,
μήτε σπαθιά φοβήθηκαν βεζύρηδων κι αγάδων.
– Αρνιέσαι βρε το γένος σου μη σ’ αφανίσει βόλι
να προσκυνήσεις άρχοντα, στη δούλεψή του νάμπεις;
– Το γένος μου το αγαπώ κι αν χρειαστεί πεθαίνω
να το δοξάσω ως είν’ πρεπό, παρά να προσκυνήσω
κοτσαμπασίδικο φλουρί, ζαΐμικο χρυσάφι.
Κι αν τύχει βόλι και με βρει και τη ζωή μου κόψει
ένας εγώ κι αν χαθώ, χιλιάδες θα φυτρώσουν
το γένος να δοξάσουνε κι ότι είν’ πρεπό να κάνουν!
Τα πουλημένα τα σκυλιά σαν άκουσαν το Νίκο
λυσσάξανε ‘πο το κακό και τον αλυσοδένουν.
Κι αυτός τους βλέπει και γελά πως τρέμουν τη γενιά του
οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες κι οι ξένοι αφεντάδες.
Κι η πόρτα ευτύς γοργάνοιξε, μπουλούκμπασης προβάλλει
και κοντοστέκει δίπλα κει σ’ έναν ξενομερίτη
κι αφού κρυφομιλήσανε φετφάν άλλο διαβάζει
και θάνατο σαν πρόσταξε χαμόγελα ο Νίκος
κρατώντας το γαρούφαλο το μοσκομυρισμένο
άλικο σαν το αίμα του, φλογάτ’ ως η ψυχή του.
Τα αφέντικα θεριέψανε, αίμα ζητούν να πιούνε
προστάζουν τα μπουλούκια τους κι όλα τα τσαγκαλάκια
το θάνατο γυρεύουνε, οχροί, τ’ αντρειωμένου.
Και στο Γουδί τον στήσανε πριν ήλιος να φωτίσει
τρισκόταδο μια Κυριακή -του Μάρτ’ ήταν τριάντα
Μ’ όλα σύνεργα μαζί κι όλα φαρμάκι στάζαν.
Και στη γλυκιά την ξαστεριά τ’ αστέρια π’ αραιώναν
πριν να του κόψουν την πνοή, εφώναξε ο λεβέντης:
«Πατρίδα ακριβομάνα μου και σεις αδέρφια σκλάβοι
πετάξτε τούτο το βραχνά, τη λάμια, τη φοβέρα
που μας πατάνε ζωντανούς κι αίμα δικό μας πίνουν
και λυτρωμό στον τόπο μας αδέρφια να γευτούμε.
Παγκόσμια να ‘ν’ η Χρυσαυγή κι ευτυχισμένη η πλάση
και δίκαια ν’ αχτιβολεί στην οικουμένη ο γήλιος».
Τ’ άκουσε η γη και τρόμαξε και άρχισε να σιέται
κι ο ουρανός βροντάστραψε κι αστροπελέκια ρίχνει
κι ο κάτω κόσμος χαλασμός, το γίγαντα φοβάται.
Κι από ψηλά ένα σύννεφο μαύρο, ανεμοδαρμένο,
πέφτει στη γη σαν αστραπή, βογγώντας μανιασμένο
και παίρνει την φωνή ψηλά, μαζί του τηνε σέρνει
κι απλώνει την ο άνεμος σ’ όλη την οικουμένη.
Τ’ άκουσε ο σκλάβος ο λαός και σφίγγει τη γροθιά του
και το κορμί του στήλωσε, το μίσος του θεριεύει
και δίνει όρκο φοβερό και γδικιωμό του τάζει.
Μάρτης 1953
Μαύρο μαντάτο και πικρό την Αλβανία γέμισε και λέει: Τον Μπελογίαννη ξάπλωσαν νεκρό, κι ήτανε σαν να χάσαμε δικό, σαν τον Κεμάλ η καρδιά τον κλαίει.
Σύμβολο λευτεριάς, αγνό στεφάνι το αίμα σου που εχύθη Μπελογιάννη.
Μιλάει ο Εμβέρ στο Κόμμα μας μπροστά… Ενός λεπτού σιγή στο συντροφό μας. Τον πόνο μας με λόγια αδερφικά να πούμε στα συντρόφια τα πιστά στο κόμμα της Ελλάδας τ’ αδερφό μας.
Του Τσώρτσιλ, του Τρούμαν τα σκυλιά, οι άτιμοι προδότες της Αθήνας τον σκότωσαν στη νύχτα τη βαθιά. Μα η Ελλάδα το παιδί της το τιμά η ματωμένη Ελλάδα η αδερφή μας.
Έχει η Ελλάδα Μπελογιάννηδες πολλούς. Το αίμα τους, ποτάμι φουσκωμένο, ποιος της ζωής θα πνίξει τους χυμούς μεσ’ στης Ελλάδας ζούνε τους βωμούς οι ήρωες – στεφάνι δοξασμένο.
Μωϋσής Ζαλόσνια
Μπροστάρης κουκουές, μπολσεβίκος
Τον ξέρουνε τα ελάτια, τα πλατάνια,
ίδιος μ’ αυτά περήφανος, στητός
αχούν απ’ τη φωνή του τα ρουμάνια
μπρος για τη νίκη, για το κόμμα εμπρός.
Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας.
Ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές.
Ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας
στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές.
Ζει σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους
το κάθε σπίτι, σπίτι του δικό.
Ζει ο Μπελογιάννης, ζει με τους ανθρώπους
που χτίζουν έναν κόσμο σοσιαλιστικό.
Και στο τραπέζι της χαράς της πρώτης
στης νίκης της ειρήνης τη γιορτή
ο Μπελογιάννης θάν’ πανηγυριώτης
με κόκκινο γαρούφαλο στ’ αφτί.
Μ’ ένα γαρούφαλο άλικο δικό μας
σαν της γλυκιάς μας άνοιξης δροσιά
πανώριο ματωμένο κι ακριβό μας
απ’ την τρανή της γης λαοαπλωσιά.
Ο Μπελογιάννης ζει άσβεστη δάδα.
Ο Μπελογιάννης ζει μες στις καρδιές
στον κόσμο ειρήνη, ειρήνη στην Ελλάδα
στο μήνυμά του εμπρός κομμουνιστές.
(Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής)
Η εκτέλεση ενέπνευσε τον γάλλο ζωγράφο Peter de Francia, που ζωγράφισε το 1953 τον πίνακα «Η εκτέλεση του Μπελογιάννη»
Στις 27 Απριλίου 1952 από ραδιοφωνική εκπομπή της Ελεύθερης Ελλάδας διαβάστηκε το ποίημα του Α. Σπήλιου «Πρωτομαγιά 1952» με υπότιτλο «στη μνήμη του»:
Ήρθ’ η Πρωτομαγιά – σε περιμένει
μ’ όλα τα ρόδα της στου δρόμου τη φραγή
κι η θύμησή σου, σύννεφο βαρύ,
σαν καταχνιά θολή, ματωβαμένη.
Ανέμισ’ η σημαία, ξεδιπλωμένη,
απ’ το Σικάγο και από το Φουρμί
– Ψηλά η Ζωή! Μπροστά η ζωή! – κι οι σκοτωμένοι
μι’ ατέλειωτη, μαζί, τραβούν γραμμή…
Νίκο, – η Πρωτομαγιά, η δοξασμένη.
Νίκο – οι ουντάρνικοι περνούν – σήκω να δεις,
πως πλαταγίζει – γλώσσα προσταγής
με τ’ όνομά σου η σημαία τους στολισμένη.
Τώρα περνούν το «δρόμο Μπελογιάννη».
η κάθε πολιτεία, φυλαχτό
σε κρέμασε στα στήθια της, γιορτάνι,
πρωτομαγιάτικο στεφάνι, δροσερό.
[…]
Καίει, Μπελογιάννη, το φιλί σου στο κελλί,
μεσ’ της πατρίδας το κελλί, ώ πόσο καίει!
φλόγα κι ανέβη στης σημαίας την κορφή,
δαυλός ζωής και κάλεσμα – και λέει.
– Ψηλά η ζωή! Μπροστά η ζωή – Πρωτομαγιά!
Χάρε μπαμπέση, τον καιρό σου χάνεις
σαν πολεμούν του Γράμμου τα παιδιά
– Και τη σημαία, μπροστά ο Μπελογιάννης!
Έχω απάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το άσπρο γαρούφαλο –
που τον ντουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν απ’ την αυγή,
κάτω απ’ το φως των προβολέων.
Στο δεξί του χέρι
κρατάει ένα γαρύφαλο
πούναι σα μια φούχτα φως
απ’ την ελληνική θάλασσα.
Τα μάτια του τα τολμηρά,
τα παιδικά,
κοιτάζουν, άδολα,
κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια.
Έτσι άδολα –
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα –
ο Μπελογιάννης γελά.
Και το γαρύφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πούπε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς –
τη μέρα της ντροπής.
Αυτή η φωτογραφία
βγήκε στο δικαστήριο
ύστερ’ απ’ την καταδίκη σε θάνατο.(Περιοδικό “Σοβιετική Γυναίκα” Απρίλη 1952)
Ναζίμ Χικμέτ
Ο Αλέξης Πάρνης (κατά κόσμον Σωτήρης Λεωνιδάκης) τιμήθηκε το 1955 με το Βραβείο Παγκόσμιας Ποίησης της Νεολαίας, (κριτική επιτροπή: Ναζίμ Χικμέτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Πικάσο, Νικόλα Γκιγιέν) για το επικό ποίημα «Νίκος Μπελογιάννης»:
Κι αν ευτυχία είναι να μπεις μες στην Αμαλιάδα
σαν γιος και λυτρωτής: («Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα»!)
φέρνοντας με τη Λευτεριά και μια παγκόσμια ελπίδα,
τότε θα πω: κατάματα την ευτυχία την είδα.
Και μέσα απ’ το λαρύγγι του και την ψυχή του μέσα
βγαίνουν κραυγές Νικηταρά, φοβέρες Παπαφλέσσα
που σμίγουν τη μανία τους με το δικό του μένος:
«Βάλτε φωτιά στους Γερμανούς και τους προσκυνημένους»!
Άχαρος είναι ο πόλεμος κι έχει μόνο μια χάρη:
Βοηθάει να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι.
Φυλάχτε σαν τα μάτια σας τη Λαϊκή Εξουσία,
έτσι θα πιάσει μοναχά ο αγώνας κι η θυσία.
(απόσπασμα)
Ποίημα για τον Μπελογιάννη έγραψε και ο ελβετός καθηγητής ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης και μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, Αντρέ Μπονάρ. Ο Μπονάρ, που είχε ήδη δραστηριοποιηθεί με την ελβετική επιτροπή βοήθειας στη Δημοκρατική Ελλάδα σε καμπάνια ενάντια στη Μακρόνησο, κινητοποιήθηκε και για την τύχη του Μπελογιάννη και μετά την εκτέλεσή του συνέθεσε ένα ποίημα, του οποίου παραθέτουμε ένα απόσπασμα:
Μητέρα μας Ελλάδα,
κοίτα λοιπόν σε τι σ’ έχουν μεταβάλει,
σε χώρα που οι δήμιοι βασιλεύουν,
σε Γη της Επαγγελίας των δολοφόνων,
εσένα, πηγή της ελευθερίας των λαών,
Εσένα των επαναστάσεων τροφό, ενάντια στους τυρράνους,
Εσένα γη της αντίστασης πάππου προς πάππου
Τώρα χτυπιέσαι μ’ αλυσσωμένα χέρια.
Μετά τη μεταπολίτευση και με την άνοδο του αριστερού κινήματος, άρχισαν να ακούγονται και τραγούδια για τον Μπελογιάννη. Το γνωστότερο είναι ίσως το τραγούδι Ο Μπελογιάννης ζει, σε μουσική Λάκη Χατζή και στίχους Δημήτρη Ραβάνη με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη:
Τον ξέρουνε τα ελάτια, τα πλατάνια
ίδιος μ’ αυτά, περήφανος, στητός
αχούν απ’ τη φωνή του τα ρουμάνια
μπρος για τη νίκη, για το κόμμα μπρος.
Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας,
ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές
ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας
στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές.
Ζει σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους
το κάθε σπίτι, σπίτι του δικό.
Ζει ο Μπελογιάννης, ζει με τους ανθρώπους
που χτίζουν έναν κόσμο σοσιαλιστικό.
Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας,
ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές
ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας
στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τους στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη και ο Γιώργος Νταλάρας τραγούδησε το έτερο τραγούδι με τίτλο Μπελογιάννης, που ακούστηκε στην ταινία «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» το 1980:
Ο Μπελογιάννης
βροχή μέσα στους κάμπους
στην πέτρα στο στάχυ
στου σπιτιού μας τη σκεπή
Στο χώμα μας βαθιά η αγκαλιά σου
κρατάει η πέτρα τη λευτεριά
κόκκινη γαρουφαλλιά
του ήλιου φωτιά
Η ταινία του Νίκου Τζίμα, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» ήταν μια περιγραφή της τελευταίας περιόδου της ζωής του Νίκου Μπελογιάννη, από την άφιξή του στην Ελλάδα μέχρι την εκτέλεσή του.

Προσωπικότητες παγκόσμιου κύρους, (στη φωτ. από πάνω αριστερά) όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Τσάρλι Τσάπλιν και άλλοι, κινητοποιήθηκαν μαζί με εκατομμύρια ανθρώπους για τη σωτηρία του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του
Αξίζει σήμερα, τόσα χρόνια μετά από τη θυσία του Νίκου Μπελογιάννη, να θυμηθούμε το πρωτοφανές κίνημα διεθνιστικής αλληλεγγύης που ξεσηκώθηκε για να σωθεί ο κομμουνιστής αγωνιστής.
Ο παλαίμαχος κομμουνιστής, Γιώργης Τρικαλινός,που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στη Γαλλία, είναι ο πιο κατάλληλος για να μας μεταφέρει στο κλίμα αυτό. Σε συνέντευξή του το 1992 στο «Ρ» έχει πει: «Αυτό που γινόταν στη Γαλλία αλλά και στις άλλες χώρες, ήταν φοβερό να το συλλάβει κανείς. Δεν υπήρχε άνθρωπος – απλοί εργαζόμενοι, γυναίκες, άνθρωποι των Γραμμάτων και Τεχνών, πολιτικές προσωπικότητες απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους – που να μην κινητοποιείται. Επικεφαλής βεβαίως, ήταν οι Γάλλοι κομμουνιστές και η «Ουμανιτέ» καθημερινά αφιέρωνε μια σελίδα στη δίκη. Επίσης ο Ζολιό Κιουρί,πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, η Ειρήνη Κιουρί,ο Πωλ Ελυάρ,ο ΠάμπλοΠικάσο που με το σκίτσο του, του Μπελογιάννη, «τον άνθρωπο με το γαρίφαλο», που φιλοτέχνησε, έστειλε το μήνυμα σ’ όλο τον κόσμο, η Σιμόν Σινιόρε και πολλοί άλλοι… Κινητοποιήσεις γίνονταν στην Αυστραλία, στη Ν. Υόρκη, σε όλες τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Στην Ιταλία, 250 βουλευτές υπογράφουν έκκληση και στο Μιλάνο και άλλες πόλεις γίνονται μαζικές διαδηλώσεις. Στην Αγγλία, 57 βουλευτές του Εργατικού Κόμματος υπογράφουν. Μεγάλες κινητοποιήσεις γίνονται παντού μέχρι και την Αίγυπτο».
«Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας».
«Θα έλεγα ότι «δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου», γιατί ο κόσμος το ‘χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας. Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα».
«Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ’ έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;».
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας έχει στο λαό βαθιές ρίζες. Συνδέεται μαζί του με ακατάλυτους δεσμούς αίματος και δεν μπορεί κανείς να το εξοντώσει ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα».
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές, που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω».
(Αποσπάσματα από την απολογία του Νίκου Μπελογιάννη, στην πρώτη δίκη, το Νοέμβρη του 1951)
«Την ευθύνη για το ότι η ελληνική γη είναι σπαρμένη με τάφους και ερείπια, τη φέρουν μόνο οι ξένοι ιμπεριαλιστές και οι Ελληνες υπηρέτες τους».
«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».
«Οι οργανωτές αυτής της δίκης, ντόπιοι και ξένοι, κατέβαλαν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κατασυκοφαντήσουν τον αγώνα του ΚΚΕ, χωρίς να διστάσουν ούτε μπροστά στη διαστρέβλωση γνωστών κειμένων (…) Αλλά παρ’ όλα αυτά, αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα πατριωτικό, με τίτλους εθνικούς, που κανένα άλλο κόμμα δεν έχει να παρουσιάσει. Γιατί στο βωμό της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Ελλάδος έχει προσφέρει φοβερές εκατόμβες (…) Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δε δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδος».
(Αποσπάσματα από την απολογία του Νίκου Μπελογιάννη, στη δεύτερη δίκη, το Φλεβάρη του 1952)
Αυτή είναι η ελευθερία του κομμουνιστή. Αυτή η ελευθερία να αγωνίζεται για να ανατρέψει την ταξική σκλαβιά κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες. Απ’ αυτό απορρέει και η δύναμη της αντοχής των κομμουνιστών. Δύναμη που αναδεικνύει τις αξίες του αγώνα, της ανιδιοτέλειας στην καθημερινή ακατάπαυστη προσφορά τους, με μόνο αντάλλαγμα τη δικαίωση της εκπλήρωσης του καθήκοντος. Να αντιπαλεύουμε το σύστημα ως την ανατροπή του για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Το άρθρο στηρίχθηκε σε υλικό από Ριζοσπάστη,istoriologio.blogspot.com,anasintaxi.blogspot.com,ropewalker.pblogs.gr |