Μα και πέρα απ’ αυτό, ακόμα η ίδια η φορμαλιστική και η ιδεαλιστική αφετηρία της «καθαρής τέχνης», αποτελεί για τον καλλιτεχνικό μεγαλοϊδεατισμό εγγύηση, πως η νεοελληνική μας τέχνη δεν πρόκειται να τον αναιρέσει μ’ ένα ρεαλιστικό μετασχηματισμό και συγχρονισμό της.
Αντέρεισμα σ’ όλες τούτες τις μορφές του βρήκε ο μεγαλοϊδεατισμός, πάντα στο συγχρονισμό του με τις ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές κατιούσες, ενώ σύγχρονα αγνόησε και πολέμησε κάθε προοδευτικό, ζωντανό, ρεαλιστικό προσανατολισμό της τέχνης μας. Και να μερικά παραδείγματα. Ο ρεαλισμός που αναπτύχθηκε σαν απήχηση του 1848 στη Γαλλία κι έφτασε να αναδείξει ένα Ντωμιέ, άφησε ολότελα ανεπηρέαστη τη νεοελληνική μας ζωγραφική, αγνοήθηκε και αγνοείται. Η ανεπίσημη, αγωνιστική, ρεαλιστική τέχνη του μεσοπολέμου, της Κόλβιτς, του Γκρος, του Μαζερέλ και τόσων άλλων, αγνοήθηκε, απαγορεύτηκε και οι εκδόσεις που τη φιλοξενούσαν κάηκαν από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Η σύγχρονή μας σοβιετική τέχνη έμεινε αγνοημένη, μποϋκοταρισμένη, σε παρανομία. Ενώ αντίθετα, ο κλασικισμός κι ο ρομαντισμός του Μονάχου μονοπωλιακά επηρέασε τη ζωγραφική και τη γλυπτική μας, θερμά προπαγανδίστηκε στην εποχή της βαυαροκρατίας κι από τις αυλές του Όθωνα και των Γλύξμπουργκ. Οι νεότερες, όπως είδαμε, ατομικιστικές φυγές από το ρεαλισμό, ταίριαξαν πολύ με τα αισθητικά γούστα της «καλλιεργημένης και συγχρονισμένης ευρωπαϊκά» μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης, υποστηρίχτηκαν από εφοπλιστές και μεγαλοβιομήχανους κι από μια μερίδα του «δημοκρατικού» πολιτικού κόσμου που έβλεπε σ’ αυτές ένα συγχρονισμό όπως είπαμε του μεγαλοϊδεάτικου αισθητικού γούστου και τέχνης. Ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός» στ’ όνομα μιας «περίεργης» αντίληψης για την καταπολέμηση της «ξενομανίας» έμπασε στην αντιπροοδευτική του μανία, άφθονη την προπαγανδιστική τέχνη της χιτλερικής Γερμανίας κι οργάνωσε γκαιμπελικές εκθέσεις.
Η εξέλιξη της νεοελληνικής μας ζωγραφικής και γλυπτικής ένα και πάνω αιώνα τώρα, γίνεται έτσι ουσιαστικά, μέσα στις ιδεολογικές συνθήκες της κυριαρχίας της «Μεγάλης Ιδέας» κάτω από την κυριαρχία των αισθητικών της προσταγμάτων, κάτω από την επιρροή του μορφοκρατικού τρόπου και πνεύματος στην τέχνη. Η προσπάθεια να εναρμονιστεί το αρχαιοελληνικό, το βυζαντινό με το νεοελληνικό αισθητικό ιδανικό και τέχνη, δεν μπορούσε παρά να πάρει τη μορφή μιας τεχνητής συγκόλλησής τους, ένα φορμαλιστικό, εκλεκτικό χαρακτήρα. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, θάβεται και ξεχνιέται το παράδειγμα του εφτανησιώτικου νατουραλισμού, που πάνω στη βάση της αντίθεσής του κι όχι της συμφωνίας του με το δογματικό, μυστικιστικό αισθητικό ιδανικό της βυζαντινής ζωγραφικής, γίνεται γόνιμος συντελεστής για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νεοελληνικής μας ζωγραφικής. Ο ρεαλιστικός πυρήνας του «νατουράλε» του Παναγιώτη Δοξαρά ήταν εκείνος που συντελούσε στον προοδευτικό συγχρονισμό της ζωγραφικής μας σ’ εκείνο τον καιρό. Και στο νατουράλε της προοδευτικής δυτικής Αναγέννησης, βρήκε το στήριγμά του, στη μάχη του με τον καλογερίστικο τυπολατρικό βυζαντινισμό στη ζωγραφική.
Κάτω από μια τέτοια λοιπόν ιδεολογική δικτατορία και καλαισθητική διαπαιδαγώγησή μας δεν είναι ανεξήγητο, γιατί δυσκολευόμαστε ακόμα να πάρουμε συνείδηση – και αισθητική- ενός τέτοιου ρεαλιστικού μετασχηματισμού που αναφέραμε πιο πάνω. Μα ο μεγαλοϊδεατισμός συσσώρευσε τόσα δεινά στον τόπο μας και στην τέχνη, ώστε όπως και στους άλλους τομείς της ιδεολογίας και συνείδησης πρέπει και στην τέχνη ν’ αναιρείται, ν’ αρχίσει να δίνεται πιο αποφασιστικά η μεγάλη μάχη ενάντιά του. Ο ρεαλισμός σήμερα σε μας εδώ, στις πλαστικές μας τέχνες, παίρνει νόημα, ουσία, περιεχόμενο, κρίνεται σαν τέτοιος, δεν μένει κούφια κι αφαιρεμένη φόρμουλα, όσο μάχεται κι αντιτάσσεται στον καλλιτεχνικό μεγαλοϊδεατισμό ειδικά, στις φορμαλιστικές-ιδεαλιστικές του προϋποθέσεις γενικά. Γιατί τούτος στάθηκε ο βασικός αισθητικός συνεχιστής που έριχνε την τέχνη μας σε μια χρόνια κρίση, τη μαράζωνε, την κρατούσε βασικά κάτω από μια παθητική επιρροή κατά κανόνα τυπολατρική κι εκλεκτικίστικη, την εμπόδιζε και την εμποδίζει ν’ αναδείξει ένα δικό της χρώμα, τόνο, χαρακτήρα μέσα στην παγκόσμια συμβολή, χυμώδικο, ζωντανό και ρωμαλέο. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει άλλος εσωαισθητικός δρόμος για να φτιάξουμε μια ρωμαίικη ρεαλιστική τέχνη με ανεπτυγμένο τέτοιο χαρακτήρα και δική της φυσιογνωμία, από το δρόμο που περνά μέσα από τούτη τη σύγκρουση με τον τρόπο και την ουσία του μεγαλοϊδεατισμού μέσα στην τέχνη μας. Μια τέτοια μάχη δεν την έδωκε ίσαμε σήμερα η ελληνική ρεαλιστική τέχνη κι αυτός είναι ο αισθητικός λόγος που τούτη στάθηκε αδύναμη να χαρακτηρισθεί, να διακριθεί, από κείνη την παθητική νατουραλιστική του μορφή κι από κείνη τη μηχανιστική αφομοίωση, μίμηση της ευρωπαϊκής ρεαλιστικής τέχνης, όσο μπόρεσε νάρθει σε κάποια επαφή μαζί της.
Η συμμετοχή των πλαστικών μας τεχνών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, συμμετοχή που εκφράζεται με την τέχνη της Αντίστασης, προπαρασκευάστηκε πιο εντατικά κι ωρίμαζε μέσα στα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια από μια σειρά συντελεστές που δεν είναι στο θέμα μας ν’ αναλύσουμε. Η συμμετοχή τούτη γίνεται με τη σειρά της, σπουδαίος και ουσιώδης παράγοντας για το μελλοντικό ρεαλιστικό ξετύλιγμά της. Η διαλεκτική πορεία της αντιστασιακής πάλης, με το καταλυτικό και σύγχρονα αναπλαστικό της νόημα και ιδανικό, απαιτεί από την καλλιτεχνική μορφή να πλαστεί σύμφωνα με τον τρόπο που αυτή η πάλη επιβάλλει καταλυτικά και μαζί αναπλαστικά, αγωνιστικά, ρεαλιστικά. Το συγκεκριμένο περιεχόμενο τούτης της πάλης που γίνεται μέσα στην εθνική και κοινωνική μας ζωή, κι αντανακλάται στις ιδέες, τα συναισθήματα και τη βούλησή μας, δίνει το συγκεκριμένο χαρακτήρα τούτου του ρεαλισμού, που σήμερα για μας παίρνει το χαρακτήρα του αντιστασιακού ρεαλισμού. Σ’ αυτόν βρίσκει σήμερα η τέχνη μας τον αισθητικό συντελεστή που πάει να αναιρέσει την μεγαλοϊδεατική επιρροή, μα σύγχρονα τον συσσωρευτή, τον πλάστη, τον οικοδόμο του μορφικού εκείνου ιδανικού που θα βρει την πιο ολοκληρωμένη του έκφραση, μόνο όταν η ζωή μας ανοικοδομηθεί δημοκρατικά και πιο πέρα σοσιαλιστικά. Τότε που οι δημιουργικές λαϊκές μάζες θα μπορέσουν να μπουν στο στίβο της τέχνης.