Category: Έλληνες Κομμουνιστές Καλλιτέχνες
Φανταστική λογοτεχνία; Βέβηλη σάτιρα; Πολιτικό μανιφέστο; Ο Οχτώβρης θα μπορούσε να είναι όλα αυτά -και πολλά ακόμα- χωρίς να είναι κάτι απ’ όλα. Στο επίκεντρό του βρίσκεται η μελλοντική κομμουνιστική επανάσταση όπως τη φαντάζεται ο συγγραφέας και περιγράφεται μέσα από σποραδικές ιστορίες, από τα πρώτα βήματα της οργάνωσής της έως την τελική επικράτησή της.
Ασφαλώς μια τέτοια αφήγηση θέτει επί τάπητος προβλήματα:
– Γιατί ανατράπηκε ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός του 20ού αιώνα;
– Πώς οργανώνεται πρακτικά και θεωρητικά η καινούργια επανάσταση για να έχει μέλλον;
– Πώς θα υπερνικηθούν οι ανυπέρβλητες δυσκολίες, όπως παρουσιάζονται σήμερα;
Ο συγγραφέας δεν φοβάται να επιχειρήσει απαντήσεις, οι οποίες -άσχετα αν συμφωνήσεις ή όχι- αποτελούν πραγματικά τροφή για σκέψη και είναι διατυπωμένες μέσα σε ένα κείμενο που, ακροβατώντας ανάμεσα σε πολλά λογοτεχνικά είδη, επιτυγχάνει να ισορροπεί, χωρίς ποτέ να ξεχνά τον αυτοσαρκασμό μέσα από ένα πηγαίο, καυστικό χιούμορ. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ειδικός επιστήμονας την περίοδο 75-76, με βαθμό εντεταλμένου υφηγητή στο ΕΜΠ, από όπου απελήθη παράνομα, σύμφωνα με δικαστική απόφαση που καθυστέρησε 10 χρόνια, ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Εργάστηκε σαν πολεοδόμος της Επιχείρησης Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης, πολεοδομικός σύμβουλος του Δήμου Νίκαιας και επιστημονικός συνεργάτης του ΤΕΕ, ασκώντας πάντα και το επάγγελμα του αρχιτέκτονα.
Συμμετέχει συνέχεια στο μαζικό κίνημα, κυρίως στην αυτοδιοίκηση. Για πέντε θητείες δημοτικός σύμβουλος Πειραιά, το 2002 υποψήφιος δήμαρχος Πειραιά. Νομαρχιακός σύμβουλος, και υποψήφιος Αντιπεριφερειάρχης Νήσων, Περιφέρειας Αττικής. Μέλος της Επιτροπής Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια πενταετία. Σήμερα είναι γενικός γραμματέας του Δ.Σ. της ΕΣΤΑΜΕΔΕ (συνταξιούχοι μηχανικοί) και πρόεδρος της Επιτροπής Ειρήνης Πειραιά.
Έχει γράψει πληθώρα άρθρων για την πολεοδομία και το περιβάλλον και έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις ή σαν μέλος οργανωτικών επιτροπών σε πολλά συνέδρια και ημερίδες. Έχει γράψει πολλά πολιτικά άρθρα και σχόλια, κυρίως στον «Ριζοσπάστη». Ο Οχτώβρης είναι το δεύτερο βιβλίο του.
Ωραίοι

Από την πρόσκληση των δεκαήμερων εκδηλώσεων
Δεκαήμερο πολιτιστικών εκδηλώσεων στο διάστημα 12 – 21 Φλεβάρη με θέμα: «Ταξική τέχνη και πολιτισμός για το λαό» διοργανώνει η ΚΟ Λιβαδειάς του ΚΚΕ, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια Ιστορίας του Κόμματος. Το δεκαήμερο των εκδηλώσεων θα γίνει στο Συνεδριακό και Εκθεσιακό Κέντρο Κρύας.
Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων: Έκθεση ζωγραφικής του Τ. Βαρελά, τα εγκαίνια της οποίας θα γίνουν την Παρασκευή 12 Φλεβάρη στις 7.30 το απόγευμα, η οποία θα λειτουργεί μέχρι την Κυριακή 21 Φλεβάρη τις καθημερινές στις ώρες 10.30 π.μ. έως 2.00 μ.μ. και 6.00 μ.μ. έως 9.00 μ.μ. Επίσης, το Σάββατο – Κυριακή τις ώρες 11.00 π.μ. έως 9.30 μ.μ.
Το Σάββατο 13 Φλεβάρη στις 7.30 το απόγευμα θα γίνει ομιλία του γραμματέα της ΤΕ Λιβαδειάς Γ. Κοτρόγιαννου και παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Δ. Μπίμη, με τίτλο: «Μνήμες της πέτρας και της σιωπής».
Τη συλλογή παρουσιάζουν η Λιάνα Καραβασίλη, μουσικός-καλλιτεχνική διευθύντρια του Δημοτικού Ωδείου Λιβαδειάς, μέλος της ΤΕ Λιβαδειάς του ΚΚΕ, και ο Παναγιώτης (Τάκης) Βαρελάς, ζωγράφος, μέλος του ΔΣ του ΕΕΤΕ.
Ποιήματα διαβάζουν οι ηθοποιοί Κατερίνα Κουτροκόη, Γιώργος Πέππας, και το μέλος της θεατρικής ομάδας Λιβαδειάς Λαμπρινή Γερονικολού, δικηγόρος.
Τα ποιήματα συνοδεύουν οι σολίστ κιθάρας Εύα Φάμπα και Ντίνος Ζώτας.
Η Εύα Φάμπα παρουσιάζει μελοποιημένα ποιήματα του ποιητή, στο τραγούδι η Ευτυχία Μπίμη.
Το Σάββατο 20 Φλεβάρη στις 7.30 το απόγευμα, αφιέρωμα για τα 20 χρόνια από το θάνατο του σημαντικότερου Έλληνα σολίστ κιθάρας στον κόσμο Δημήτρη Φάμπα, που περιλαμβάνει προβολή ντοκιμαντέρ και συναυλία με έργα Δ. Φάμπα. Σολίστ κιθάρας η Εύα Φάμπα και ο Άγγελος Αγκυρανόπουλος.
Η είσοδος θα είναι ελεύθερη σε όλες τις εκδηλώσεις.

Η 4η Αυγούστου, η Κατοχή, και η μεταδεκεμβριανή περίοδος στάθηκαν οι νεκροθάφτες για τη γλυπτική μας. Παρ’ όλ’ αυτά, το γεγονός πως υπάρχουν σήμερα γλυπτικές συνθέσεις που αφορούν στην Αντίσταση, είναι κάτι που ανάλογα πρέπει να εκτιμηθεί. Ο ρόλος της γλυπτικής μας θα γίνεται ολοένα μεγαλύτερος μέσα σε μια αληθινή δημοκρατία, όταν θα κληθεί να στήσει τα μνημεία της Αντίστασης.
Η χαρακτική μας, η πιο νεαρή από τις πλαστικές μας τέχνες και η λιγότερο επηρεασμένη από τις «καθαρές» αναζητήσεις, ήταν από την τεχνική της φύση προορισμένη να προσαρμοστεί καλύτερα στην παράνομη δράση στον καιρό της κατοχής, να επωμιστεί έτσι τις μεγαλύτερες ευθύνες, μα και νά’ χει την ευκαιρία να προσφέρει περισσότερα. Σήμερα το πρόβλημα της ποιότητας είναι ανάγκη πιο σοβαρά ν’ απασχολήσει τους χαράκτες μας.
Πολύμορφη στάθηκε η προσφορά της διακόσμησης στον κοινό αγώνα, στις σκλαβωμένες εαμικές πόλεις και στη λευτερωμένη από τον ΕΛΑΣ Ελλάδα. Σ’ αυτή δούλεψαν ζωγράφοι, σκιτσογράφοι, χαράκτες, επιγραφοποιοί, επαγγελματίες, ερασιτέχνες, αυτοδίδακτοι λαϊκοί τεχνίτες, για να διακοσμήσουν τον παράνομο τύπο μας, χώρους κλειστούς και ανοιχτούς, βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες, διαφωτιστικά πλακάτ, πανώ, λαϊκά λάβαρα. Ιδιαίτερα στην περίοδο της απελευθέρωσης, η λαϊκή πρωτοβουλία φουντώνει και η συμμετοχή της στις συνοικίες και στα χωριά με τους επονίτικους ομίλους και τα εαμικά συνεργεία γινότανε ολοένα πιο πλατιά. Τούτο είναι ένα γεγονός με ξεχωριστή σημασία, που δείχνει πως ο ίδιος ο λαός στον αγώνα για να πραγματοποιήσει τη δημοκρατία του, προβάλλει το αίτημα της συμμετοχής του στην τόσο τρομακτικά κλειστή γι’ αυτόν πλαστική δημιουργία και πως η ίδια η ανάγκη του αγώνα το επιβάλλει.
Στο χιουμοριστικό και σατυρικό σκίτσο και σχέδιο, έλαχε η μεγάλη ευθύνη κι ευχάριστη τύχη, να βρει στη μεταδεκεμβριανή περίοδο, μια πιο πλατιά επαφή με τις λαϊκές μάζες –ιδιαίτερα της Αθήνας- μέσα από τα χιουμοριστικά δημοκρατικά περιοδικά, για να ικανοποιήσει τη βαθιά δημοκρατική διάθεση του λαού. Μ’ όλες τις μεγάλες της αδυναμίες, η μεταδεκεμβριανή σκιτσογραφία μας που στο μεγάλο της μέρος είναι ακόμα πολύ επηρεασμένη από μια φτηνή δημοσιογραφική δεξιοτεχνία κι εύκολο πνεύμα, η συμβολή της στάθηκε θετική για το δημοκρατικό αγώνα. Η λαϊκή πρωτοβουλία ήταν εκείνη, που την αντιστασιακή σατυρική εικόνα –σε πλακάτ, σε μακέτα, σε πανώ την έβγαλε στην επιφάνεια του διαφωτιστικού αγώνα, την τόνισε και την πραγματοποίησε πριμιτιβιστικά έστω και άτεχνα, μα πηγαία, στις μεγάλες καμπάνιες – διαδηλώσεις της απελευθέρωσης. Οι λαϊκές μας συνοικίες έφτιαχναν μόνες τους μια σειρά από τέτοια πλακάτ, πανώ και μακέτες που κορόιδευαν τον κατακτητή, τον Χίτλερ και τον Μουσσολίνι,τον Παπατζή και τον Προδότη, τον Δοσίλογο και τον Γλύξμπουργκ. Σαν συνέχεια, μέσα στον αγώνα του Δεκέμβρη, οι χαράκτες του λινόλεουμ έδωσαν μια πιο έντεχνη μορφή σ’ αυτή την πρωτόγονη μα πηγαία τεχνοτροπία και διάθεση. Κι εδώ βρίσκεται μια από τις αποχρώσεις που χαρακτηρίζει τη δεκεμβριανή αντιστασιακή χαρακτική. Μόνο ωστόσο μια έκθεση της τέχνης της Αντίστασης μπορεί να δώσει την ευκαιρία και τις δυνατότητες για μια αισθητική ανάλυση κι αξιολόγηση των έργων της.
Είναι πια εύκολο να καταλάβουμε γιατί ο μεταδεκεμβριανός νεοφασιστικός φορέας του μεγαλοϊδεατισμού ήρθε σε μια τόσο βαθιά αντίθεση με την τέχνη της Αντίστασης. Έβλεπε και βλέπει σ’ αυτή, τον ιδεολογικό – αισθητικό του εχθρό, βλέπει στα έργα της την εικόνα της χρεωκοπίας και της προδοσίας του στην πιο κρίσιμη στιγμή της εθνικής μας ζωής. Να γιατί την καταδίωξε με τόσο πείσμα. Κι αυτή η δίωξη άρχισε από τον κατακτητή και δεν τελείωσε ακόμα. Οι μαχητικές μας αφίσες και τα πανώ, οι γκραβούρες14 και τα σχέδια για πολυγραφημένα, ιχνογραφημένα, στοιχειοθετημένα παράνομα έντυπα, οι βινιέτες και οι τίτλοι, τα ένσημα και τα καρτ-ποστάλ, οι σφραγίδες και τα διακοσμητικά γράμματα, όλ’ αυτά που χάρισαν στα μάτια του μαχητή λαού μια κάποια εικόνα της αγωνιστικής του ζωής και του τόνωσαν την πίστη στη λευτεριά, τα οχτρεύτηκε πιότερο κι από τον κατακτητή ο ντόπιος φασισμός. Και τα κατάστρεψε όπου κι όποτε τα συναντούσε, στην κατοχή, το Δεκέμβρη, μετά το Δεκέμβρη. Στην Αθήνα και στην επαρχία. Με τη φωτιά και με τα σκόμπικα αεροπλάνα. Με τις λεηλασίες στα σπίτια των καλλιτεχνών της Αντίστασης και στα σπίτια του λαού στις συνοικίες, όπου τα φύλαγε μ’ αγάπη. Με το σφουγγάρι και με το σκίσιμο. Από τους τοίχους και τα τηλεγραφόξυλα. Από τα γραφεία και τα τυπογραφεία. Από παντού έπρεπε να σβήσει η εικόνα της Αντίστασης, το χρώμα, ο τόνος, η προοπτική της. Έτσι, αντί να συγκεντρωθούν όλες αυτές οι «ταπεινές» ζωγραφιές που βοήθησαν ωστόσο το έθνος να λευτερωθεί σ’ ένα Μουσείο Εθνικό, το Εθνικό μας Μουσείο γίνεται φυλακή της Εθνικής μας Αντίστασης, και η τέχνη μας μπαίνει κάτω από τον ανεύθυνο ένοπλο έλεγχο που αντικατέστησε τις κριτικές επιτροπές μέσα στη μεταδεκεμβριανή περίοδο.
Μέσα στη νεοελληνική καλλιτεχνική μας πραγματικότητα, μέσα στην ιδιομορφία της τέχνης, με μορφή αισθητική, ο αγώνας του λαού μας συνεχίζεται σήμερα κάτω απ’ τη σημαία του αντιστασιακού ρεαλισμού. Σήμερα κι αύριο, αργά ή γρήγορα, η σύγκρουση με τα αισθητικά ιδανικά της «Μεγάλης Ιδέας» και με τις ιδεαλιστικές – φορμαλιστικές της αφετηρίες και καταλήξεις, γίνεται και θα γίνεται αναπόφευκτη. Τη σύγκρουση τούτη, ο καλλιτέχνης κι ο κριτικός της Αντίστασης πρέπει να τη δεχτεί. Ο αγώνας αυτός είναι βέβαια δύσκολος, κοπιαστικός, σκληρός μα αναγκαίος. Η ανεκτίμητη προσφορά του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα είναι, πως έδειξε στις πλαστικές τέχνες, στον καλλιτέχνη και κριτικό τους, τον αντιφορμαλιστικό δρόμο και τρόπο τούτης της πάλης.
14. Γκραβούρα. Η ζωγραφική που γίνεται με χάραγμα σε ξύλο, πέτρα κ.ά.
Μα και πέρα απ’ αυτό, ακόμα η ίδια η φορμαλιστική και η ιδεαλιστική αφετηρία της «καθαρής τέχνης», αποτελεί για τον καλλιτεχνικό μεγαλοϊδεατισμό εγγύηση, πως η νεοελληνική μας τέχνη δεν πρόκειται να τον αναιρέσει μ’ ένα ρεαλιστικό μετασχηματισμό και συγχρονισμό της.
Αντέρεισμα σ’ όλες τούτες τις μορφές του βρήκε ο μεγαλοϊδεατισμός, πάντα στο συγχρονισμό του με τις ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές κατιούσες, ενώ σύγχρονα αγνόησε και πολέμησε κάθε προοδευτικό, ζωντανό, ρεαλιστικό προσανατολισμό της τέχνης μας. Και να μερικά παραδείγματα. Ο ρεαλισμός που αναπτύχθηκε σαν απήχηση του 1848 στη Γαλλία κι έφτασε να αναδείξει ένα Ντωμιέ, άφησε ολότελα ανεπηρέαστη τη νεοελληνική μας ζωγραφική, αγνοήθηκε και αγνοείται. Η ανεπίσημη, αγωνιστική, ρεαλιστική τέχνη του μεσοπολέμου, της Κόλβιτς, του Γκρος, του Μαζερέλ και τόσων άλλων, αγνοήθηκε, απαγορεύτηκε και οι εκδόσεις που τη φιλοξενούσαν κάηκαν από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Η σύγχρονή μας σοβιετική τέχνη έμεινε αγνοημένη, μποϋκοταρισμένη, σε παρανομία. Ενώ αντίθετα, ο κλασικισμός κι ο ρομαντισμός του Μονάχου μονοπωλιακά επηρέασε τη ζωγραφική και τη γλυπτική μας, θερμά προπαγανδίστηκε στην εποχή της βαυαροκρατίας κι από τις αυλές του Όθωνα και των Γλύξμπουργκ. Οι νεότερες, όπως είδαμε, ατομικιστικές φυγές από το ρεαλισμό, ταίριαξαν πολύ με τα αισθητικά γούστα της «καλλιεργημένης και συγχρονισμένης ευρωπαϊκά» μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης, υποστηρίχτηκαν από εφοπλιστές και μεγαλοβιομήχανους κι από μια μερίδα του «δημοκρατικού» πολιτικού κόσμου που έβλεπε σ’ αυτές ένα συγχρονισμό όπως είπαμε του μεγαλοϊδεάτικου αισθητικού γούστου και τέχνης. Ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός» στ’ όνομα μιας «περίεργης» αντίληψης για την καταπολέμηση της «ξενομανίας» έμπασε στην αντιπροοδευτική του μανία, άφθονη την προπαγανδιστική τέχνη της χιτλερικής Γερμανίας κι οργάνωσε γκαιμπελικές εκθέσεις.
Η εξέλιξη της νεοελληνικής μας ζωγραφικής και γλυπτικής ένα και πάνω αιώνα τώρα, γίνεται έτσι ουσιαστικά, μέσα στις ιδεολογικές συνθήκες της κυριαρχίας της «Μεγάλης Ιδέας» κάτω από την κυριαρχία των αισθητικών της προσταγμάτων, κάτω από την επιρροή του μορφοκρατικού τρόπου και πνεύματος στην τέχνη. Η προσπάθεια να εναρμονιστεί το αρχαιοελληνικό, το βυζαντινό με το νεοελληνικό αισθητικό ιδανικό και τέχνη, δεν μπορούσε παρά να πάρει τη μορφή μιας τεχνητής συγκόλλησής τους, ένα φορμαλιστικό, εκλεκτικό χαρακτήρα. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, θάβεται και ξεχνιέται το παράδειγμα του εφτανησιώτικου νατουραλισμού, που πάνω στη βάση της αντίθεσής του κι όχι της συμφωνίας του με το δογματικό, μυστικιστικό αισθητικό ιδανικό της βυζαντινής ζωγραφικής, γίνεται γόνιμος συντελεστής για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νεοελληνικής μας ζωγραφικής. Ο ρεαλιστικός πυρήνας του «νατουράλε» του Παναγιώτη Δοξαρά ήταν εκείνος που συντελούσε στον προοδευτικό συγχρονισμό της ζωγραφικής μας σ’ εκείνο τον καιρό. Και στο νατουράλε της προοδευτικής δυτικής Αναγέννησης, βρήκε το στήριγμά του, στη μάχη του με τον καλογερίστικο τυπολατρικό βυζαντινισμό στη ζωγραφική.
Κάτω από μια τέτοια λοιπόν ιδεολογική δικτατορία και καλαισθητική διαπαιδαγώγησή μας δεν είναι ανεξήγητο, γιατί δυσκολευόμαστε ακόμα να πάρουμε συνείδηση – και αισθητική- ενός τέτοιου ρεαλιστικού μετασχηματισμού που αναφέραμε πιο πάνω. Μα ο μεγαλοϊδεατισμός συσσώρευσε τόσα δεινά στον τόπο μας και στην τέχνη, ώστε όπως και στους άλλους τομείς της ιδεολογίας και συνείδησης πρέπει και στην τέχνη ν’ αναιρείται, ν’ αρχίσει να δίνεται πιο αποφασιστικά η μεγάλη μάχη ενάντιά του. Ο ρεαλισμός σήμερα σε μας εδώ, στις πλαστικές μας τέχνες, παίρνει νόημα, ουσία, περιεχόμενο, κρίνεται σαν τέτοιος, δεν μένει κούφια κι αφαιρεμένη φόρμουλα, όσο μάχεται κι αντιτάσσεται στον καλλιτεχνικό μεγαλοϊδεατισμό ειδικά, στις φορμαλιστικές-ιδεαλιστικές του προϋποθέσεις γενικά. Γιατί τούτος στάθηκε ο βασικός αισθητικός συνεχιστής που έριχνε την τέχνη μας σε μια χρόνια κρίση, τη μαράζωνε, την κρατούσε βασικά κάτω από μια παθητική επιρροή κατά κανόνα τυπολατρική κι εκλεκτικίστικη, την εμπόδιζε και την εμποδίζει ν’ αναδείξει ένα δικό της χρώμα, τόνο, χαρακτήρα μέσα στην παγκόσμια συμβολή, χυμώδικο, ζωντανό και ρωμαλέο. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει άλλος εσωαισθητικός δρόμος για να φτιάξουμε μια ρωμαίικη ρεαλιστική τέχνη με ανεπτυγμένο τέτοιο χαρακτήρα και δική της φυσιογνωμία, από το δρόμο που περνά μέσα από τούτη τη σύγκρουση με τον τρόπο και την ουσία του μεγαλοϊδεατισμού μέσα στην τέχνη μας. Μια τέτοια μάχη δεν την έδωκε ίσαμε σήμερα η ελληνική ρεαλιστική τέχνη κι αυτός είναι ο αισθητικός λόγος που τούτη στάθηκε αδύναμη να χαρακτηρισθεί, να διακριθεί, από κείνη την παθητική νατουραλιστική του μορφή κι από κείνη τη μηχανιστική αφομοίωση, μίμηση της ευρωπαϊκής ρεαλιστικής τέχνης, όσο μπόρεσε νάρθει σε κάποια επαφή μαζί της.
Η συμμετοχή των πλαστικών μας τεχνών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, συμμετοχή που εκφράζεται με την τέχνη της Αντίστασης, προπαρασκευάστηκε πιο εντατικά κι ωρίμαζε μέσα στα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια από μια σειρά συντελεστές που δεν είναι στο θέμα μας ν’ αναλύσουμε. Η συμμετοχή τούτη γίνεται με τη σειρά της, σπουδαίος και ουσιώδης παράγοντας για το μελλοντικό ρεαλιστικό ξετύλιγμά της. Η διαλεκτική πορεία της αντιστασιακής πάλης, με το καταλυτικό και σύγχρονα αναπλαστικό της νόημα και ιδανικό, απαιτεί από την καλλιτεχνική μορφή να πλαστεί σύμφωνα με τον τρόπο που αυτή η πάλη επιβάλλει καταλυτικά και μαζί αναπλαστικά, αγωνιστικά, ρεαλιστικά. Το συγκεκριμένο περιεχόμενο τούτης της πάλης που γίνεται μέσα στην εθνική και κοινωνική μας ζωή, κι αντανακλάται στις ιδέες, τα συναισθήματα και τη βούλησή μας, δίνει το συγκεκριμένο χαρακτήρα τούτου του ρεαλισμού, που σήμερα για μας παίρνει το χαρακτήρα του αντιστασιακού ρεαλισμού. Σ’ αυτόν βρίσκει σήμερα η τέχνη μας τον αισθητικό συντελεστή που πάει να αναιρέσει την μεγαλοϊδεατική επιρροή, μα σύγχρονα τον συσσωρευτή, τον πλάστη, τον οικοδόμο του μορφικού εκείνου ιδανικού που θα βρει την πιο ολοκληρωμένη του έκφραση, μόνο όταν η ζωή μας ανοικοδομηθεί δημοκρατικά και πιο πέρα σοσιαλιστικά. Τότε που οι δημιουργικές λαϊκές μάζες θα μπορέσουν να μπουν στο στίβο της τέχνης.
Με τη μεθοδολογία του και τα ιδανικά του ο τελευταίος, πέρασε μέσα στη ζωγραφική και γλυπτική μας, στα πρώτα ακόμα ξεπετάγματά τους, μετά το 1821 σαν εκλεκτικισμός2, ρομαντικός3 και κλασικιστικός4. Στη ψευτορομαντική5 και ψευτοκλασικιστική6 τούτη έκφραση βρήκε την αισθητική του φόρμα ο μεγαλοϊδεατισμός. Η ρομαντική ουτοπιστική «νοσταλγία» της «Μεγάλης Ιδέας» βρήκε παραπέρα και στις μέρες μας την αισθητική της έκφραση στο νεοβυζαντινισμό7. Αναζητώντας λαϊκό βάθρο για να στηρίξει την αντιλαϊκή της φύση δημιουργεί ακόμα ένα ψευτολαϊσμό, εθνικιστή και στενόμυαλο, μισονεϊστή κι εκλεκτικό θεματοφύλακα και «συνεχιστή» της βυζαντινής παράδοσης και της αρχαιοελληνικής τέχνης. Τις τελευταίες δεκαετηρίδες η «Μεγάλη Ιδέα» θέλοντας να ξεπεράσει την καλλιτεχνική της καθυστέρηση «συγχρονίζεται» μέσα στο μοντέρνο φορμαλισμό8. Στα αισθητικά προστάγματα της «καθαρής τέχνης» αναζητά πια τη δικαίωση της ουτοπίας της, τη συγχρονισμένη εκλεκτιστική σύνθεση «των τριών πολιτισμών». Ο παλιός εκλεκτικισμός κριτικάρεται από τα δεξιά. Ο εξπρεσσιονισμός9 και ο πριμιτιβισμός10 της βυζαντικής ζωγραφικής, ο γεωμετρικός ρυθμός και η φόρμα του αρχαιοελληνικού μεσαίωνα, η απλότητα στη μορφή της αρχαϊκής τέχνης, τώρα πια πάνε ν’ αξιοποιηθούν τυπολατρικά, με μοντέρνα συνδετικά που αντικαθιστούν την αποξεραμένη και μουχλιασμένη κόλλα της παλιάς Ακαδημίας του Μονάχου.
2. Στην τέχνη παρουσιάζεται ο εκλεκτικισμός πιο καθαρά όταν η δημιουργική ορμή μιας σχολής πάει να στερέψει. Το αυθαίρετο διάλεγμα κι ανακάτωμα ρευμάτων, τάσεων, σχολών μορφικών τους στοιχείων, η ασυνέπεια κι ο συμβιβασμός γίνονται χαρακτηριστικά του. Κοίτα και σημείωση για το ρομαντισμό.
3. Ο ρομαντισμός στην τέχνη – της αρχής του 19ου αι. στη Γαλλία – που αντιτέθηκε στον κλασικισμό της σχολής Νταβίντ, στην άνοδο και ακμή του, δεν επηρέασε σαν τέτοιος τις πλαστικές μας τέχνες. Ο ρομαντισμός σε μας ήρθε από το Μόναχο σα ρεύμα φιλελληνικό. Και μέσα σ’ αυτό βλέπουμε να φιλιώνουν, στην παρακμή τους, τα κλασικιστικά με τα ρομαντικά ιδανικά, τα χριστιανοανατολικά και τα αρχαιοελληνικά. Μέσα σε τούτο το συμβιβασμό, βαθιά εκλεκτικό, τα μεγαλοϊδεατικά όνειρα έβρισκαν την αισθητική αντανάκλαση εκείνου του παρά φύσει, αντιϊστορικού, επινοημένου συμβιβασμού, του αρχαιοελληνικού με το βυζαντινό πολιτισμό. Τούτος ο εκλεκτικισμός στάθηκε με τη σειρά του το καλλιτεχνικό έρεισμα στη γνωστή προσπάθεια της «Μεγάλης Ιδέας» να επιβάλει μια το ίδιο εκλεκτική, φτιαχτή «ενότητα του ελληνικού έθνους και πολιτισμού». Και τούτη ήταν η ντόπια ρίζα που πότισε ο εκλεκτικισμός της Ακαδημίας του Μονάχου, ρίζα βαθιά χωμένη στο έδαφος του αστοτσιφλικάδικου συμβιβασμού. Εξωράισε και εξειδανίκευσε ιδεαλιστικά τον αγώνα του 1821. Διαπότισε την ηθογραφική μας ζωγραφική. Εμπόδισε την τέχνη μας να έρθει σε μια ρεαλιστική επαφή με τη νεοελληνική μας πραγματικότητα, με τη φύση και τη ζωή της πολυβασανισμένης αγροτιάς μας, τις δημοκρατικές της ροπές. Αποσκέπασε την καθυστέρησή μας. Τεχνικά, το χρωματολόγιο της Ακαδημίας του Μονάχου, στάθηκε παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις του αποφασιστική, συντηρητική δύναμη που ίσαμε σήμερα εμπόδισε μια ρεαλιστικότερη ανανέωση της παλέτας των ζωγράφων μας.
4. Ο κλασικισμός σα ρεύμα αναβίωσης των αξιών της αρχαιοελληνικής τέχνης ήρθε σε μας, στις πλαστικές μας τέχνες σαν επιρροή, από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, το Μόναχο, με τη βαυαροκρατία, από τους καλλιτέχνες μας που στέλνονταν να σπουδάσουν εκεί με κρατικές υποτροφίες. Έδωσε μαζί με το ρομαντισμό της Σχολής, την πρώτη ευρωπαϊκή αγωγή στη νεαρή μας μετεπαναστατική τέχνη, ιδιαίτερα στη γλυπτική μας που δέχτηκε και την επιρροή του συμβατικού πια κλασικισμού της Ρώμης. Μα την εποχή εκείνη, ο κλασικισμός στην πηγή του είχε χάσει τη δημιουργική του ορμή, είχε ξεπέσει στον εκλεκτικισμό, έγινε ψευτοκλασικισμός.
5. Κοίτα ρομαντισμός.
6. Κοίτα κλασικισμός.
7. Ρομαντική προσπάθεια αναβίωσης του αισθητικού ιδανικού, της μορφής, του ύφους, της τεχνοτροπίας της βυζαντινής τέχνης. Γίνεται συνάρτηση με την τάση ν’ αναδειχτεί μια αρμονική συνέχεια της νεοελληνικής μας τέχνης με τη βυζαντινή, να καθιερωθεί σαν ιδανικό της, το ιδανικό εκείνης που η δογματική, τυπολατρική, μυστικιστική του ουσία αναδείχνεται σαν η πατροπαράδοτη «γνήσια ελληνική ουσία» στην τέχνη μας. Γίνεται έτσι η αισθητική έκφραση της μεγαλοϊδεατικής νοσταλγίας κι άρνηση της ρεαλιστικής συγχρονισμένης ανοικοδόμησης της τέχνης μας, πάνω στη βάση της λαϊκοδημοκρατικής προόδου.
8. Ο μοντέρνος φορμαλισμός αποτελεί την πιο ξεδιπλωμένη, την πιο υποκειμενική και ολοκληρωμένη μορφή του φορμαλισμού. Μέσα στις ιμπεριαλιστικές συνθήκες ξεδίπλωσε όλη του την πολυμορφία. Ανέπτυξε στο έπακρο τη βασική του αντίθεση με το ρεαλισμό και πάνω σ’ αυτή αποκάλυψε τις δικές του εσωτερικές αντιφάσεις. Μέσα στην πορεία φυγής από τα περιεχόμενα (ιδέες, συναισθήματα, βούληση) που αντανακλούν το αναπτυσσόμενο κοινωνικό γίγνεσθαι, ξετυλίγεται η κάθαρση με τη φυγή από τη ρεαλιστική ουσία της μορφής, στην «καθαρή φόρμα». Φτάνει στην άρνηση του θέματος, του περιεχομένου, κάθε στοιχείου στη μορφή που δεν είναι ικανό να προκαλέσει καθαρές αισθητικές συγκινήσεις αποσπασμένες από τις συγκινήσεις από τη ζωή. Κατέληξε στον καλλιτεχνικό σολιψισμό. Μονοπώλησε αισθητικά την τέχνη στην περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
9. Εξπρεσσιονισμός. Από τη γαλλική λέξη εξπρεσσιόν=έκφραση. Ο εξπρεσσιονισμός της μοντέρνας τέχνης ξεσπά κυρίως στο πρώτο δεκάχρονο του αιώνα μας και με την ιστορική τούτη μορφή στάθηκε σταθμός στην πορεία για την κάθαρση με τη φυγή της τέχνης από την πραγματικότητα και το ρεαλισμό. Σαν τρόπος καλλιτεχνικός είτε εκφράζεται με παραμορφώσεις τραγικές, είτε με σκοπό να υποτάξει τα πλαστικά στοιχεία της τέχνης στις απαιτήσεις μιας καθαρής αρμονίας, ανατρέπει την κλασική πρακτική, παραμορφώνει, αλλάζει λίγο ή πιότερο αφηρημένα τα σχήματα, τις φόρμες, τα χρώματα. Και στη μια και στην άλλη το κάνει στ’ όνομα μιας ατομικιστικής υποκειμενικής ελευθερίας στην έκφραση.
10. Πριμιτιβισμός. Ο πρωτογονισμός. Στη ζωγραφική, ο τρόπος που ζωγράφιζαν οι πρωτόγονοι, μα και το ξαναγύρισμα, έτσι ή αλλιώς, σ’ αυτό τον τρόπο. Εκδηλώνεται με μια σειρά τεχνικά χαρακτηριστικά. Στη «μοντέρνα» τέχνη παρουσιάζεται σαν τάση τέτοιας επιστροφή στο πρωτόγονο, συνείδηση, πολιτισμό, τέχνη, όπου αναζητά τη δημιουργική της αναζωογόνηση. Αναζητά την αφέλεια, την αγνότητα, το «δυναμισμό», το πηγαίο κ.ά. Σαν πρότυπά της που τ’ ανεβάζει η τάση τούτη έχει την τέχνη των αγρίων, των βαρβάρων, των παιδιών κ.ά.
Υπό Γ. Μ.
Η Τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία θέλησε με τη βία ν’ ανακόψει την ανάπτυξη εκείνου του ρεύματος μέσα στις πλαστικές μας τέχνες, που εξέφραζε κι απηχούσε τους αντιφασιστικούς λαϊκούς-δημοκρατικούς αγώνες της εποχής.
Φορέας αυτού του ρεύματος ήταν την εποχή εκείνη ο ιδεολογικός-καλλιτεχνικός πυρήνας, που σκοπό του έβαζε να ικανοποιήσει τις πλαστικές ανάγκες του λαϊκού αγώνα, η «Ομάδα Πρωτοπόρων Καλλιτεχνών». Αυτή την ομάδα και τις καλλιτεχνικές της εκδηλώσεις, η δικτατορία έριξε σε παρανομία εφαρμόζοντας την πολιτική εκείνη που μπορούσε να συνοψιστεί σαν προσπάθεια για μια φασιστοκρατική συγκέντρωση και υποταγή της τέχνης μας στα «ιδανικά» του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Μέσα στον αγώνα για να μην πραγματοποιηθεί τούτος ο σκοπός, βρίσκεται το νόημα και η ουσία της καλλιτεχνικής αντίστασης σε κείνη την εποχή, που μια από τις πιο λαμπρές της σελίδες ήταν η μάχη που έδωσε για να υπερασπίσει την ελευθερία στην καλλιτεχνική δημιουργία και εκδήλωση. Τούτη η μάχη δόθηκε στο τέλος του 1937, απ’ αφορμή το «μανιφέστο των Ακαδημαϊκών Ζωγράφων» που ζητούσε την απαγόρευση της «μοντέρνας τέχνης». Ήταν οξύτατη και πήρε ουσιαστικά σκεπασμένο πολιτικό αντιφασιστικό χαρακτήρα. Τις παραδόσεις αυτές της αντιφασιστικής καλλιτεχνικής δράσης πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, συνεχίζει, πλαταίνει κι αναπτύσσει κατόπι η καλλιτεχνική αντίσταση στην περίοδο της κατοχής. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο ολοκληρώνονται παραπέρα οι εχθρικές για την εξέλιξη της τέχνης μας συνθήκες που είχαν τώρα πια αναπτυχθεί από τη δικτατορία. Κάτω από δουλεία ολόπλευρη μόνο οι πνευματικοί κουΐσλιγκς μπορούσαν να μιλούν για «πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση». Αντίθετα μ’ αυτούς, ο λαός μας μιλούσε με το φασισμό, όπως λέει κι ο Μαγιακόφσκυ, «με τη γλώσσα της λόγχης» για να δημιουργήσει έτσι μια προς μια τις προϋποθέσεις, τις εθνικές και κοινωνικές, για μια πραγματικά πνευματική κα καλλιτεχνική άνθιση στον τόπο μας. Τούτη είναι η βασική, η μεγάλη υπηρεσία της Αντίστασης στις πλαστικές τέχνες. Και η μαχητική τούτη γλώσσα που μίλησε το Έθνος με πρωταγωνιστή το λαό, βρήκε την απήχησή της στα έργα των καλλιτεχνών μας. Έτσι γεννήθηκε η τέχνη της Αντίστασης, σαν έκφραση της συμμετοχής των πλαστικών μας τεχνών στην εθνικοαπελευθερωτική πάλη συμμετοχή, που μ’ αυτή κατάκτησε το δικαίωμα να υπολογίζεται από το έθνος, τη δημοκρατία, το λαό, όχι σαν πολυτέλεια άχρηστη, μα σαν αναγκαίος συντελεστής για τη ζωή και την προκοπή του.
Μα η ανεχτίμητη συμβολή του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα στον προοδευτικό μετασχηματισμό της τέχνης μας ήταν και είναι πως καθόρισε συγκεκριμένα και πρακτικά τη μορφή του καλλιτεχνικού μας αγώνα για τη δημιουργία εκείνου που λέμε «τέχνη για το λαό». Έθεσε την ενότητα των καλλιτεχνικών μας δυνάμεων στους ζωγράφους, γλύπτες, χαράκτες και διακοσμητές, την ενότητα στις πλαστικές τους προσπάθειες, στη σωστή της βάση. Ανεξάρτητα από διαφορές τεχνοτροπίας, από διαφωνίες αισθηματικές, κάθε συμμετοχή ήταν πολύτιμη, αν και με τον τρόπο της συνεισέφερε στον κοινό σκοπό, να συντριβεί ο φασισμός και να λευτερωθεί ο λαός. Η ίδια η πραγματικότητα της εθνικής απελευθερωτικής πάλης, έβαζε έτσι τα θεμέλια της ενότητας αυτής πάνω σε βάση με συνέπεια ματεριαλιστική, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια ενότητα ανάμεσα στις διασπασμένες, διαφορετικές, αντιτιθέμενες καλλιτεχνικές τάσεις στη χώρα μας, πάνω σε βάση με συνέπεια ρεαλιστική.
Σε πολλούς που σκέφτονται κι εργάζονται για την τέχνη μας, υπάρχει μια προκατάληψη για το ρεαλισμό. Κι αυτή δεν τους αφήνει να καταλάβουν με πόση συνθετική δυναμικότητα μπορεί τούτος να μετασχηματιστεί. Ωστόσο, η ίδια η τέχνη μας σ’ αυτό το δρόμο σήμερα βαδίζει. Δυο είναι οι κύριες απόψεις-θέσεις που συντελούν σε τούτη την προκατάληψη. Η μια είναι η ιδεαλιστική-φορμαλιστική τοποθέτηση, αποφασιστικά αντιρεαλιστική. Η άλλη είναι η μεταφυσική εκείνη αντίληψη για το ρεαλισμό, που του αφαιρεί τον ιστορικό του χαρακτήρα. Μ’ άλλα λόγια, παίρνοντας για υπόδειγμά της μια ιστορική του μορφή, την απολυτοποιεί, την επεκτείνει σ’ όλους τους καιρούς, και σ’ όλους τους τόπους, τον κρίνει αφαιρεμένα και στατικά. Και η μια και η άλλη αντίληψη πιστεύει, πως με το να κατισχύσει ο ρεαλισμός σημαίνει, να αρθεί κάθε ελευθερία και εγγύηση για την ανάπτυξη των διαφόρων καλλιτεχνικών εκφράσεων. Τον αντιθέτει για παράδειγμα στη ρομαντική, στη λυρική ή τη συμβολική έκφραση. Και το κάνει γιατί δεν καταλαβαίνει τη βασική αντίθεση που κινεί την εσωαισθητική μας εξέλιξη σήμερα. Δεν καταλαβαίνει πως πάνω σε μια άλλη βάση και με μια άλλη έννοια, οι καλλιτεχνικές τούτες εκφράσεις δεν αντιτίθενται στο ρεαλισμό, μα βρίσκουν τη φυσιολογική τους ανάπτυξη, γίνονται μορφές της δικής του έκφρασης. Πώς μ’ άλλα λόγια η κυριαρχία του ρεαλιστικού ύφους δεν έρχεται σ’ αντίθεση μ’ αυτές, παρά μόνο με τον ιδεαλιστικό, μυστικιστικό, φορμαλιστικό τους πυρήνα και για το συνεπή ρεαλισμό με τον απόλυτο, το στατικό ρεαλιστικό τους χαρακτήρα.
Ιδεαλιστικές – φορμαλιστικές τέτοιες μορφές μέσα στις δικές μας πλαστικές τέχνες, στάθηκαν και είναι τα καλλιτεχνικά ισοδύναμα, στηρίγματα του μεγαλοϊδεατισμού. Τούτος βρήκε στη νεοελληνική μας τέχνη, μέσα στο φορμαλισμό1 την έκφρασή του, που με τη σειρά του βρήκε το ιδεολογικό του στήριγμα στο μεγαλοϊδεατισμό.
1. Αντίθετα με το ρεαλισμό, ο φορμαλισμός γενικά θεωρεί τη μορφή σαν το πρωταρχικό, σαν αποκάλυψη της ιδέας, του πνεύματος, που τα τοποθετεί αντικειμενικά ή υποκειμενικά και που μορφοποιούν την υλική ουσία. Αξιοποιεί, αξιολογεί, δημιουργεί αποσπώντας τη μορφή από την ουσία κι από τα περιεχόμενα που σχετίζονται με το υλικό γίγνεσθαι. Το τελευταίο αποδείχνει την ιστορικότητα και τον καθορισμό – το εξωϋποκειμενικό σε τελευταία ανάλυση – των μορφών. Θεωρεί, δουλεύει τη μορφή χώρια, γίνεται λάτρης του τύπου, του κανόνα της εξωτερικής φόρμας. Στην τέχνη ακόμα, πέφτει στον εκλεκτισμό, στην αφαίρεση, τη φυγή από τη ζωντανή εικόνα.
ΚΟΜΕΠ 4, 1946, σελ 170
Η «Φωτιά» του Δημήτρη Χατζή είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση. Το θέμα αυτό το δίνει απ’ όλες του τις πλευρές, τον αγώνα στα βουνά, στους κάμπους και στις πολιτείες, τις ποικίλες εικόνες της αγωνιστικής ζωής του λαού, μορφές, καταστάσεις, περιπέτειες, όλα θαυμαστά περιγραμμένα και τελειώνει με την «Αντίσταση του Δεκέμβρη» και τις συνέπειές της. Η αφήγηση προχωρεί καλά οργανωμένη, γοργή, γενάτη ενδιαφέρον• η υπόθεση ξετυλίγεται φυσικά κι άνετα και τα επεισόδια ακολουθούν απανωτά, άλλα σοβαρά, άλλα αστεία, και συχνά τραγικά έως την αγωνία.
Όλη η υπόθεση πλέκεται γύρω από τις περιπέτειες μιας χωριάτικης πατριαρχικής οικογένειας, που τα μέλη της το ένα ύστερα από το άλλο μπλέκονται στον αγώνα. Ο γερο-Γιακουμής, ο οικογενειάρχης, είναι μια δυνατή ελληνική μορφή• πεισματάρης, δύστροπος κι αυταρχικός, στην αρχή καταδικάζει την αντίσταση• μα σιγά-σιγά μπαίνει κι αυτός στο στρόβιλο του ξεσηκωμού και δείχνεται γεμάτος ενέργεια και αποφασιστικότητα• και οι γυναίκες σεμνές, σιωπηλές, υπάκουες, μα και με μεγάλη πρωτοβουλία σαν το καλέσει η ανάγκη, δουλευτάρες και σκληραγωγημένες, είναι θαυμάσιοι ελληνικοί τύποι γυναικών του χωριού. Συγκινητικοί είναι και οι τύποι των κοριτσιών, με τα φλογερά τους νιάτα, γεμάτα πίστη κι αυτοθυσία για τον αγώνα• μέσα σ’ όλ’ αυτά, στους κινδύνους, τις καταστροφές και το θάνατο, πλέκεται κι ένα ερωτικό ειδύλλιο, μια αγάπη σιωπηλή και πονεμένη, σχεδόν ασκητική που έχει τραγικό τέλος. Όλες αυτές τις καταστάσεις, τους χαρακτήρες και την ψυχολογία τους, ο συγγραφέας τα δίνει με χοντρές πινελιές και γενικά κυριαρχεί άνετα επάνω στο υλικό του σαν τεχνίτης με παλιά πείρα. Φυσικά το έργο παρουσιάζει κι αδυναμίες κι ελαττώματα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, η επιδέξια τεχνική του, το ορθόδοξο, ρεαλιστικό ύφος του και η αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα του, το τοποθετούν ανάμεσα στα καλύτερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Και τα διηγήματα του Σ. Πατατζή μπορούν να τοποθετηθούν μέσα στα καλύτερα ελληνικά διηγήματα και δείχνουν έναν προικισμένο συγγραφέα που υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Ο αναλυτικός πρόλογος του βιβλίου δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την αξία του.
Ο Δεκέμβρης είναι η φυσική συνέχεια της εθνικής μας Αντίστασης και το κορύφωμα των τετράχρονων αγώνων του λαού μας για την ελευθερία του. Το ποίημα της Ρίτας Μπούμπη Παπά «Αθήνα» εκφράζει τη θύελλα, που συνεπήρε τις λαϊκές μάζες μπροστά στο νέο κίνδυνο της ανεξαρτησίας τους και την ηρωική μέθη αυτού του ξεσηκωμού. Όλο το έργο ξετυλίγεται σαν μια ηρωική συμφωνία• πότε είναι ύμνος, πότε θούριο και πότε ελεγεία• είναι ένα πυκνό δάσος από εικόνες, ένα ματωμένο μυριόφωνο τραγούδι της Ελευθερίας. Μέσα του βροντάει σαν ηφαιστειακή έκρηξη η οργή, που ξεσήκωσε το λαό στον πολυματωμένο το Δεκέμβρη.
Το ποίημα της Ρίτας Μπούμπη-Παπά βλέπει στην ποικιλομορφία της την ιστορική αυτή σύγκρουση και της δίνει το καθολικό της νόημα, σαν ένα γεγονός πλατιάς ανθρώπινης σημασίας. Μέσα στον ελεύθερο ρυθμό της, η ποιητική αυτή σύνθεση, δένοντας μαζί ρεαλιστικά και λυρικά στοιχεία, οργανώνει μια πολυφωνία από πάθη, από οράματα, από ορμή και θρίαμβο, από αγωνίες και βόμβους θανάτου. Δίψα θυσίας, δίψα αθανασίας φλογίζει την ανθρωπότητα το ποιήματος. Μ’ όλο το καταστροφικό τέλος του, μια νικήτρια ανάταση υψώνει την ψυχή του αναγνώστη.
Η πλημμύρα, η ορμή της ζωής, που ξεχειλίζει μέσα στο ποίημα, σκεπάζει, ξεπερνά, νικά το αίσθημα του θανάτου. Η Ρίτα Μπούμπη Παπά έκλεισε στο έργο της όλη τη βουή, τη λάμψη και το μεγαλείο της δεκεμβριανής αντίστασης, που θα μείνει θρυλική και μέσα στις ενδοξότερες σελίδες της ιστορίας μας.
Το έργο παρουσιάζει κάποια πληθωρική αταξία στο υλικό του που προκαλεί τη σύγχιση, έχει πλατιασμούς, όπως και πεζές παρεμβολές, αλλά γενικά το αναπτερώνει μια ορμητική πνοή.
Το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου «33 ημέρες» εμπνέεται κι αυτό από την αντίσταση του Δεκέμβρη. Και το ποίημα αυτό εκφράζει το ίδιο φλογερό πάθος και το συνεπαίρνει η ίδια βίαιη πνοή, που ξεσήκωσε τις λαϊκές μάζες το Δεκέμβρη• μάλιστα ο τόνος του στέκεται σε ψηλότερο λυρικό επίπεδο από το προηγούμενο και η ποιότητα της έκφρασής του είναι συχνά ανώτερη• αλλά η εποπτεία του περιορίζεται σε στενότερο κύκλο.
Τα μαχητικά και υμνητικά τραγούδια της Σοφίας Μαυροειδή είναι μια αξιόλογη προσφορά στον αγώνα. Ο «Ύμνος του ΕΛΑΣ», με τη μουσική του Ν. Τσάκωνα γνώρισε τη δόξα να τραγουδηθεί από τις λαϊκές μάζες με τόσο ενθουσιασμό, που λίγα ελληνικά τραγούδια έως τώρα μπορούν να του παραβγούν. Οι στίχοι του είναι απλοί κι ευκολονόητοι, λαϊκοί μπορεί να πει κανείς, μα κι έντεχνοι• τους διαπερνά μια πνοή ηρωική κι αισιόδοξη. Είναι ποίηση υμνητική και παρορμητική για δράση, ύμνος μαζί και θούριο κι εκφράζει τη μαχητικότητα και την αισιοδοξία του λαού. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για πολλά άλλα τραγούδια της Σοφίας Μαυροειδή.
Η μουσική του Ν. Τσάκωνα συνταίριαξε θαυμαστά και με τους στίχους. Ο ποικίλος ρυθμός της, που αλλού παίρνει ένα επικό πλάτος κι αλλού υψώνεται σ’ ένα εγερτήριο αναφτέρωμα, είναι πολύ ευτυχισμένος• το υμνητικό ύφος σε κάποιες στροφές παίρνει την έκφραση του θρύλου, θυμίζοντάς μας μια δόξα, που ξεκινά από τα περασμένα και πορεύεται προς το μέλλον. Έτσι ταιριασμένα, στίχοι και μουσική, έκαμαν τον ύμνο του ΕΛΑΣ ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του ελληνικού λαού, που θα τραγουδιέται πολύ και στους μελλοντικούς καιρούς.
Δυστυχώς, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να περιλάβει στην κρίση της αυτή και τα τραγούδια της Αντίστασης του Γιώργου Κοτζιούλα, γιατί δεν έφτασαν έγκαιρα στα χέρια της, ώστε να μπορέσει να τα διαβάσει. Η ιδιότυπη ποίηση του Κοτζιούλα, με το ρεαλιστικό και χωρίς φιλολογίες ύφος της, με τον αδρό στίχο και τα σοβαρά συγκρατημένα αισθήματα, φανερώνει τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, γεμάτου αξιοπρέπεια και ηθική ανωτερότητα και του δίνει ξεχωριστή θέση μέσα στους νέους ποιητές μας.
Ας ελπίσουμε, πως το διαγώνισμα τούτο θα συνεχιστεί στο μέλλον, ώστε όλοι οι γνωστοί και άξιοι τεχνίτες να κερδίσουν νέες δάφνες κι άλλοι πρωτοφανέρωτοι να παραβγούν μαζί τους.
Τελειώνοντας, πρέπει να τονίσουμε πως, η πρώτη αυτή συγκομιδή από τη λογοτεχνία της Αντίστασης είναι αρκετά ικανοποιητική• είναι ένα ξεκίνημα, που δίνει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον, αν δημιουργηθεί για την τέχνη μας το κατάλληλο κλίμα, που μόνο μια λαϊκή δημοκρατία μπορεί να δημιουργήσει.
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ
ΚΟΜΕΠ 4, 1946
Οι Εαμικές οργανώσεις, σαν οργανώσεις αντίστασης, ευνοούν αυτή την κίνηση, γιατί εκφράζει την εθνική θέληση και το πνεύμα των μαζών• θέλουν να ιδούν την τέχνη, που καλλιεργεί το πνεύμα της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το ηρωικό δημιουργικό αντίκρυσμα της ζωής• έπειτα θέλουν να περισωθούν όλες οι ιστορικές μαρτυρίες για τους αγώνες της εθνικής μας αντίστασης, που είναι από τις μεγαλύτερες δόξες του ελληνικού λαού. Απ’ αυτό το πνεύμα κινημένο και το Π.Γ. της Κ.Ε. του Κόμματος πήρε την πρωτοβουλία για να συστήσει μια Επιτροπή, που θα διαλέξει και θα βραβεύσει τα καλύτερα έργα από τη λογοτεχνία και την ιστορία της Αντίστασης. Η Επιτροπή, σαν πλέον αξιόλογα απ’ τα έργα της Αντίστασης, που εκδόθηκαν έως τώρα, διάλεξε τέσσερα έργα από την πεζογραφία 1) το «Βροντάει ο Όλυμπος» του Α. Βρατσάνου, 2) το «Απ’ τ’ αντάρτικο της Ρούμελης» του Δ. Μωραΐτη, 3) τη «Φωτιά» του Δημήτρη Χατζή και 4) τα διηγήματα του Δ. Πατατζή «Ματωμένα Χρόνια» που μπορούν να θεωρηθούν σαν η μεγαλύτερη επιτυχία. Από την ποίηση ξεχωρίστηκαν σαν πιο σημαντικά 1) το έργο της Ρίτας Μπούμη-Παπά «Αθήνα», 2) το έργο του Ν. Βρεττάκου «33 ημέρες» και 3) της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη η συλλογή τραγουδιών «Της νιότης και της λεβεντιάς». Μέσα από την τελευταία αυτή συλλογή ιδιαίτερα εκτιμήθηκε ο ύμνος του ΕΛΑΣ, που τόσο αγαπήθηκε από το λαό, ώστε μ’ έναν τρόπο δικαιώθηκε από την ίδια τη ζωή.
Για τα έργα αυτά δίνουμε εδώ μια λεπτομερειακή ανάλυση.
Το «Βροντάει ο Όλυμπος» του Αντώνη Βρατσάνου είναι ένα κομμάτι από την ιστορία της Εθνικής μας Αντίστασης. Περιγράφει τη δράση του αντάρτικου μηχανικού στην περιφέρεια του Ολύμπου, όπου κι ο ίδιος ο συγγραφέας υπηρέτησε σαν καπετάνιος.
Το ιστόρημα είναι σύντομο, αλλά είναι το πιο άρτιο απ’ όσα δημοσιεύθηκαν έως τώρα για τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα του λαού μας. Το κύριο έργο του αντάρτικου μηχανικού ήταν τα σαμποταρίσματα• αλλά κάνοντας αυτή τη δουλειά, ήταν υποχρεωμένο να δώσει και μια σειρά από συγκρούσεις και μάχες. Οι υπομονεύσεις, η τοποθέτηση ναρκών, τα φουρνέλα, τα ξυλώματα των σιδηροτροχιών και οι ανατινάξεις, το πέρασμα μέσα σε συρματοπλέγματα κι οχυρωμένες θέσεις, είναι μια δουλειά, όχι μονάχα εξαιρετικά επικίνδυνη, μα και πολύ δύσκολη, που θέλει τεχνικές γνώσεις και ψυχραιμία και τόλμη σπάνια. Οι αντάρτες του μηχανικού πολύ γρήγορα έμαθαν αυτή την τεχνική και η τόλμη τους δεν δίσταζε μπροστά σε κανέναν κίνδυνο και καμιά δυσκολία. Το αντάρτικο μηχανικό ανάδειξε ένα πλήθος μπουρλοτιέρηδες, αντάξιους με τους πρόγονους, με τον Κανάρη και τους μπουρλοτιέρηδες του εικοσιένα.
Ο αντάρτικος αγώνας άρχισε στα βουνά, μα όσο πλήθαιναν οι ομάδες των ανταρτών κι οργανώνονταν κι οπλίζονταν καλύτερα, τόσο γίνονταν και πιο επιθετικές. Βήμα, βήμα διαφιλονικούσαν στον εχθρό το έδαφος και ξεσκλάβωναν τη χώρα, μεταφέροντας τον πόλεμο από τα βουνά στους κάμπους κι από τις περιφέρειες στα πολυσύχναστα κέντρα.
Όλη αυτή η εξιστόρηση, αν και είναι λιτή στην έκφρασή της, συνεπαίρνεται συχνά από μια επική πνοή, δίνει περιστατικά μ’ εξαιρετική δραματικότητα, που αναδείχνουν το αδάμαστο πνεύμα της εθνικής αντίστασης και την αλύγιστη αποφασιστικότητα κι αυτοθυσία των αγωνιστών. Όσο η θανάσιμη πάλη με τον εχθρό γίνεται πιο τρομερή, τόσο και η συμμετοχή του λαού γίνεται μεγαλύτερη. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, προσφέρουν ό,τι μπορούν, βοηθούν στην τροφοδοσία, στις πληροφορίες, λαβαίνουν μέρος στις μάχες, στα σαμποταρίσματα, δεν λογαριάζουν κανένα κίνδυνο. Πάνδημος ηρωισμός, πάνδημος αγώνας για την ελευθερία, επικά κατορθώματα, που αναδείχνουν το λαό μας σαν έναν από τους μαχητικότερους του κόσμου, όταν υπερασπίζεται την ανεξαρτησία του.
Η εξιστόρηση είναι σχεδόν απρόσωπη, ο συγγραφέας στέκει παράμερα, δίνει αντικειμενικά τα περιστατικά και παραθέτει τα γεγονότα χωρίς αισθηματικές και υποκειμενικές παρεμβολές• το ύφος του είναι σεμνό και συγκρατημένο, η γλώσσα του είναι καλή δημοτική και η σκέψη του ξεχωρίζει με λαγαράδα τα ιστορικά και κοινωνικά ελατήρια, που κρύβονται κάτω από τα φαινόμενα. Φυσικά, το βιβλίο αυτό, με το περιοριστικό μέσα στο σύνολο του εθνικο-απελευθερωτικού μας αγώνα θέμα του, έχει και αντίστοιχη σημασία σχετικά με το σύνολο του κινήματος της αντίστασης. Δεν παύει όμως να δείχνει μια από τις ηρωικότερες σελίδες του κινήματος αυτού και αποτελεί γι’ αυτό μια καλή αρχή για τη συγγραφή της ιστορίας του εθνικο-απελευθερωτικού μας αγώνα.
Ενώ το έργο του Βρατσάνου είναι καθαρά ιστορικό, το έργο του Α. Μωραΐτη «Απ’ τ’ αντάρτικο της Ρούμελης» πρέπει να θεωρηθεί σαν ένα μικτό είδος και πιο πολύ τέχνη παρά ιστορία• είναι μια συλλογή από ξέχωρα και ολοκληρωμένα πολεμικά διηγήματα με πολλή τέχνη γραμμένα• δεν δίνουν μόνο τις μάχες και τις συμπλοκές, παρά και την ατομική ζωή των ανταρτών, τ’ ατομικά επεισόδια με τα ονόματα του καθενός, τις σχέσεις μεταξύ τους και με τους χωριάτες, την τραχιά, παρορμητική κι απλή ψυχολογία τους, τις κουβέντες τους σε ρουμελιώτικο ιδίωμα, μια και οι ιστορίες γίνονται στη Ρούμελη, και γενικά όλο το φυσικό κι ανθρώπινο περίγυρο. Η αφήγηση είναι άνετη, γεμάτη ζωντάνια, χωρίς αισθηματισμούς και στολίδια• μια τέχνη χωρίς τεχνάσματα• στις φυσικές περιγραφές του δίνει εικόνες καθαρές και παραστατικές. Με το ύφος του το απέριττο κι αρρενωπό ο συγγραφέας κατορθώνει και δίνει το πνεύμα του αντάρτικου αγώνα, τη σεμνή παλικαριά των αντρών, την αντοχή τους στις ταλαιπωρίες και τις στερήσεις, το φιλότιμό τους• έχουν συνηθίσει τον πόλεμο και τον βλέπουν σαν μια καθημερινή δουλειά, αναγκαία και χρήσιμη για την κοινότητα• και την κάνουν αυτή τη δουλειά με την επιμέλεια, την ψυχραιμία και την επιμονή, που έκαναν τις καθημερινές, χωριάτικες δουλειές τους• κι ακόμα με την ευσυνειδησία σαν για ιερό χρέος• ο θάνατος δεν τους απασχολεί• τον δέχονται σαν ένα φυσικό ατύχημα, με λύπη, αλλά χωρίς τραγικότητα• και μ’ όλα τα λίγα πολεμικά μέσα που διαθέτουν, παλιά τουφέκια το περισσότερο και μετρημένα πυρομαχικά, όμως αντικρύζουν το πάνοπλο εχθρό πολλές φορές μ’ αλεγροσύνη και πάντα με πείσμα αλύγιστο. Ο πληθυσμός τούς περιβάλλει με τη στοργή και την ευγνωμοσύνη του• είναι τα παλικάρια του, που διαφεντεύουν τον τόπο τους από τον άρπαγα κι ανελέητο εχθρό, τους τροφοδοτεί με προθυμία κι αγωνίζεται κι αυτός κοντά τους, σαν το καλέσει η ανάγκη• οι υποδοχές που τους κάνει παίρνουν συχνά πανηγυρικό χαρακτήρα• όλοι είναι μια κοινότητα σε συναγερμό, χαίρονται μαζί τις κοινές χαρές και υποφέρουν από τις κοινές δυστυχίες• μέσα στον κοινό αγώνα έχει αναπτυχθεί ένα θερμό ομαδικό πνεύμα, που κάνει στενή την αλληλεγγύη τους και πρόθυμη τη θυσία.
Μ’ εξαιρετική περιγραφική ικανότητα δίνει την καταστροφή της Κουκουβίτσας. Ένα από τα καλύτερα αφηγήματα είναι και «Ο Παρνασσός δεν πέθανε»• και η μάχη στο «Χαλκοβούνι», όπου κοντά στους επονίτες πολεμάνε και επονίτισσες, δίνεται με πολλή παραστατικότητα• καλό είναι και το διήγημα «Συμπεθέροι» μ’ ένα θαυμάσιο τύπο εύθυμου λαϊκού αγωνιστή, τον καπετάν Γιαννάρα. Και το βιβλίο κλείνει με το συγκινητικό «Προσκλητήριο των νεκρών», που δένει όλη του την ύλη με μια καλλιτεχνική ενότητα.
ΚΟΜΕΠ 4, 1946