Category: Δυτικοί Κομμουνιστές Καλλιτέχνες
Έπειτα από την ήττα στον Εμφύλιο, η επαναστατική ηγεσία της Φινλανδίας, που στο μεταξύ είχε διαφύγει στη Σοβιετική Ρωσία, ίδρυσε στις 29 Αυγούστου 1918 το Κομμουνιστικό Κόμμα Φινλανδίας, στη Μόσχα. Από την ίδρυσή του το Κόμμα ήταν παράνομο και ενώ ίδρυσε μαζί με άλλους αριστερούς το Φινλανδικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Εργατών, το τελευταίο απαγορεύτηκε το 1923 και γύρω στα 200 άτομα συνελήφθησαν, συμπεριλαμβανομένων βουλευτών του. Η δικτατορία της αστικής τάξης δυνάμωσε με τα χρόνια και τη δεκαετία του ’30 η κομμουνιστική δραστηριότητα απαγορεύτηκε και επίσημα. Μέχρι το 1942 πάνω από 4412 άνθρωποι είχαν συλληφθεί. Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Φινλαδοί κομμουνιστές είχαν σαμποταριστική δραστηριότητα στη σύμπλευση της φινλανδικής αστικής τάξης με τους Ναζί. Μετά τον Πόλεμο νομιμοποιήθηκε.
Με αφορμή την 114η επέτειο από τη γέννηση του ούγγρου προλεταριακού ποιητή Γιόζεφ Αττίλα, αναδημοσιεύεται από το “Λαϊκό Αγώνα”, εφημερίδα των προσφύγων της Ελλάδας στη ΛΔ της Ουγγαρίας, το παρακάτω άρθρο από το 1955 και το ποίημα του Αττίλα “Οι φυλακισμένοι”, μεταφρασμένο από τα ουγγρικά.
***
Μια δόξα των ουγγρικών γραμμάτων
Γιόζεφ Αττίλα
Ο προλεταριακός ποιητής
Την περασμένη εβδομάδα η ουγγρική εργατική τάξη και μαζί της όλος ο ουγγρικός λαός τίμησε τη μνήμη του λαμπρού προλεταριακού ποιητή Γιόζεφ Αττίλα. Μέσα στα χρόνια της Λαϊκής Δημοκρατίας ο λαμπρός αυτός ποιητής αποκαταστάθηκε στη συνείδηση όλου του ουγγρικού έθνους σαν ένας από τους εξέχοντες εκπροσώπους της προοδευτικής ουγγρικής σκέψης.
Γεννημένος το 1905 από φτωχή οικογένεια, πέρασε μια ζωή απίστευτων στερήσεων και ταλαιπωριών που γρήγορα υπόσκαψαν την υγεία του και τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Γνώρισε την κτηνώδη αδιαφορία, την υποκρισία, την στενοκεφαλιά της κοινωνίας των εκμεταλλευτών. Και μ’ όλο που από 17 χρονών ακόμα είχε κινήσει το γενικό θαυμασμό με τα πρώτα του ποιήματα, χρειάστηκε σε όλη του τη ζωή να δουλεύει σκληρά, για ένα κομμάτι ψωμί – που και αυτό συχνά του έλειπε.
Οι επαναστατικές ιδέες, η νικηφόρα Οχτωβριανή επανάσταση και η ουγγρική σοσιαλιστική επανάσταση συνεπήραν το πνεύμα του και γέμισαν την ορφανή του ψυχή: Το σοσιαλιστικό ιδανικό φωτίζει τα σκοτάδια της ζωής του και ο Γιόζεφ Αττίλα γίνεται φλογερός επαναστατικός ποιητής. Ταυτόχρονα γίνεται ένας δραστήριος προπαγανδιστής και διαφωτιστής του Κόμματος.
Η αστική διανόηση της τάξης που ζωντανό τον καταδίκασε, τον φυλάκισε, τον καταδίκασε στην πείνα και τελικά τον εξόντωσε, ύστερα από το θάνατό του, προσπάθησε, όπως πάντοτε συνηθίζει, να διαστρέψει το έργο του Γιόζεφ Αττίλα, να σκεπάσει εκείνο το μέρος του έργου του που είναι το πιο ζωντανό, το πιο χαραχτηριστικό, το πιο χρήσιμο για το λαό.
Η νέα Ουγγαρία τον αποκατάστησε στην εκτίμηση όλου του έθνους. Και στα 50 χρόνια από την γέννησή του, μαζί με την εργατική τάξη – που ήταν πολιτικά και ιδεολογικά δικός της, τίμησε τη μνήμη του όλος ο λαός, τίμησε έναν από τους εξοχότερους εκπροσώπους της ουγγρικής προοδευτικής διανόησης.
Δημοσιεύουμε παρακάτω ένα από τα χαραχτηριστικά επαναστατικά του ποιήματα μεταφρασμένο από τα ουγγρικά:
Οι φυλακισμένοι Μας βασανίσανε φριχτά. Ματώσαν τα κορμιά μας. Σύντροφε εσύ, όπου μπορείς και χαίρεσαι το φως σκέψου για μας όπου κοντεύει να σαλέψει ο νους μας και που το φως το βλέπουμε σα μια χλωμήν αχτίνα. Πονάει στο πέτρινο κρεβάτι η πληγωμένη σάρκα και η αηδία μάς κρατεί απ' τ' άθλιο συσσίτιο. Πονούν κεφάλι και κορμί, πονούνε τα πνεμόνια κι οι δήμιοί μας καρτερούν τον σίγουρο χαμό μας. Εμείς κρατούμε. Το κορμί μονάχα μάς παιδεύει. Αδέρφια – εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει. Άδεια στο σπίτι απόμεινε και παγωμένη η σόμπα. Στη χύτρα – λαχανόφυλλα που μάζεψε η γυναίκα, όσα πετούνε γιατί πια κανείς δεν τ' αγοράζει. Μονάχα αυτά. Και τα παιδιά μας κλαίνε και πεινάνε. Χτυπούν την πόρτα. Είναι ξανά η γριά γειτόνισσά μας που λίγο λάδι δάνεισε και το ζητάει πίσω. Φτάνει ο χειμώνας, παγωνιά και πείνα, φτάνει ο χάρος. Αδέρφια εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει. Συλλογιστείτε τούτα δω τα βρώμικα κελιά μας και την αρρώστια που αγρυπνάει και μας παραμονεύει. Στείλτε σαπούνι και φαΐ, στείλτε μας λίγα ρούχα, βιβλία στείλτε μας εσείς κι ας είναι και ηλίθια, γιατί εδώ μέσα ατέλειωτες είναι οι νυχτιές κι οι μέρες και της ζωής ατέλειωτη – χωρίς χαρά – η λαχτάρα. Βοήθα αν είσαι λεύτερος, αν είσαι εργάτης βόηθα. Σύντροφε εσύ σαι η Κόκκινη Βοήθεια, όπου κι αν είσαι κι αυτοί που πιάστηκαν – εσύ προσμένουν να βοηθήσεις. Εμείς πιστοί παλεύουμε. Πιστοί στην επανάσταση και δεν πεθαίνουμε ποτέ, χρειάζεται η ζωή μας. Τον ιδρωτά μας, το πετσί μας θέλουν οι τυράννοι και το μυαλό μας να σκοτώσουν θέλουν οι χαφιέδες. Μα ως ότου λείψει της κλεψιάς ο κόσμος και της πείνας, ως ότου από τις φυλακές θα πέσουν τα λουκέτα, όπου χτυπάει το σφυρί κι αστράφτει το δρεπάνι, εμείς δεν τα σταυρώνουμε τα χέρια υποταγμένοι. Ζήτω – και πάλι – τα Σοβιέτ, τα Λαϊκά Συμβούλια. Αδέρφια εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει.
Δημοσιεύτηκε στο “Λαϊκό Αγώνα”, όργανο των προσφύγων της Ελλάδας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας, χρόνος Ε, αριθμός φύλλου 874, Πέμπτη 21 Απρίλη 1955, σ. 3.
αναδημοσίευση από https://parapoda.wordpress.com/
Από αριστερά προς δεξιά και από πάνω προς τα κάτω: ο ποιητής Ραφαέλ Αλμπέρτι, ο σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης Εντουάρδο Ουγάρτε, ο γ.γ. της ΚΕ του ΚΚ Ισπανίας Χοσέ Ντίαθ, η συγγραφέας Μαρία Τερέσα Λεόν και ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας του ΚΚΙ “Εργατικός Κόσμος” Μιγέλ Γκονθάλεθ το Φλεβάρη του 1936. (φωτό)
Στην παρακάτω πολύ ενδιαφέρουσα (και για την τροπή που παίρνει με την αλλαγή ρόλων) συνέντευξη-διάλογο με τον εξίσου κυνηγημένο από τους φασίστες διάσημο καταλανό σκιτσογράφο Λουίς Μπαγαρία, η οποία θεωρείται η τελευταία του συνέντευξη, ο Λόρκα κάνει λόγο για φληνάφημα περί “τέχνης για την τέχνη” και μιλά για την τέχνη για το λαό, αλλά και για τη “μετά θάνατο ζωή”, τον εθνικισμό και την αραβική κληρονομιά της γενέτειράς του, τις ταυρομαχίες και τη μουσική.
Εκ των προτέρων αναφέρεται η μη εξοικείωση του μεταφραστή με τα αναφερόμενα στο διάλογο θέματα Τέχνης, οπότε, κάθε διόρθωση θα ήταν ευπρόσδεκτη.
***
Εσύ που έχεις δώσει λυρική έκφραση στην κολοκύθα του Χιλ Ρόμπλες (σ.parapoda: όπως πάντοτε απεικόνιζε αυτόν τον πολιτικό ο Μπαγαρία) και που έχεις δει την κουκουβάγια του Ουναμούνο (σ.parapoda: συχνά αποκαλούσαν έτσι τον ίδιο τον Ουναμούνο και ο ίδιος είχε ζωγραφίσει κατά την εξορία του στο Παρίσι το 1925 μια κουκουβάγια, στα φτερά της οποίας είχε γράψει ένα ποίημα αφιερωμένο στο συγγραφέα Φρανσίς ντε Μιομάντρ) και το σκυλί χωρίς ιδιοκτήτη του Μπαρόχα (σ.parapoda: “ήρωας” στο έργο του “O αγώνας για τη ζωή – τόμος 1: “Η αναζήτηση””, όπου το αδέσποτο και χωρίς μοίρα σκυλί υπερασπίζεται την ατομική ιδιοκτησία), θέλεις να μου πεις ποιο νόημα έχει το σαλιγκάρι στο αγνό τοπίο του έργου σου;
Με ρωτάς γιατί αυτή η προτίμηση για τα σαλιγκάρια στις εικόνες μου. Λοιπόν, πολύ απλά: για εμένα, το σαλιγκάρι έχει μια συναισθηματική φόρτιση στη ζωή μου. Μια φορά, ενώ ζωγράφιζα, πλησίασε η μητέρα μου και, παρατηρώντας τις μουτζούρες μου, μου είπε: “Γιε μου, εγώ θα πεθάνω κάποια μέρα χωρίς να έχω καταλάβει πώς εσύ θα μπορέσεις να κερδίσεις τα προς το ζην από τα σαλιγκάρια”. Από τότε, έχω βαφτίσει έτσι τα σχέδιά μου. Νομίζω τώρα κόρεσες την περιέργειά σου.
Ποιητή Γκαρθία Λόρκα, με τη λεπτότητα και το βαθυστόχαστο, τον απαλό και όμορφο στίχο σου, στίχο με φτερό από ατσάλι καλά δεμένο, που διαπερνά τα έγκατα της γης: πιστεύεις, ποιητή, στην τέχνη για την τέχνη ή, αντίθετα, η τέχνη πρέπει να τίθεται στην υπηρεσία ενός λαού για να πενθεί μαζί του όταν αυτός πενθεί και να γελάει όταν ο λαός γελάει;
Στην ερώτησή σου, μεγάλε και τρυφερέ Μπαγαρία, πρέπει να απαντήσω ότι αυτή η έννοια της τέχνης είναι κάτι που θα ήταν σκληρό, αν δεν ήταν, ευτυχώς, φανταστικό. Κανένας πραγματικός άνθρωπος δεν πιστεύει σε αυτό το φληνάφημα περί “καθαρής τέχνης”, στην τέχνη για την τέχνη. Σε αυτή τη δραματική στιγμή στον κόσμο, ο καλλιτέχνης πρέπει να πενθεί και να γελά μαζί με το λαό του. Πρέπει να αφήνει στην άκρη το μπουκέτο με τους κρίνους και να μπαίνει στη λάσπη μέχρι τη μέση για να βοηθά αυτούς που αναζητούν τους κρίνους. Συγκεκριμένα, εγώ έχω μια πραγματική επιθυμία να επικοινωνώ με τους άλλους. Για αυτό χτύπησα τις πόρτες του θεάτρου και στο θέατρο βγάζω όλη μου την ευαισθησία.
Πιστεύεις ότι όταν παράγεται ποίηση προσεγγίζεται ένα μελλοντικό υπερπέραν ή, αντίθετα, απομακρύνονται τα όνειρα για μια άλλη ζωή;
Αυτή είναι μια ασυνήθιστη και δύσκολη ερώτηση που φανερώνει οξυμένη μεταφυσική ανησυχία που γεμίζει τη ζωή σου και που μόνο όσοι σε γνωρίζουν καταλαβαίνουν. Η ποιητική δημιουργία είναι ένα μυστήριο που δεν αποκωδικοποιείται, όπως το μυστήριο της γέννησης του ανθρώπου. Ακούγονται φωνές, χωρίς να γνωρίζεις από πού, αλλά και δεν ωφελεί σε κάτι να νοιάζεσαι και από πού προέρχονται. Όπως δεν είχα έγνοια για να γεννηθώ, έτσι δεν έχω έγνοια και για να πεθάνω. Ακούω τη Φύση και τον άνθρωπο με θαυμασμό και αντιγράφω αυτό που με διδάσκουν χωρίς σχολαστικότητα και χωρίς να δίνω στα πράγματα ένα νόημα που δεν γνωρίζω αν το έχουν. Ούτε ο ποιητής ούτε κανείς δεν κατέχει το κλειδί και το μυστικό του κόσμου. Θέλω να είμαι καλός, γνωρίζω ότι η ποίηση εξυψώνει, και όντας καλός και με τον γάιδαρο και με το φιλόσοφο (σ.parapoda: βλ. το παράδοξο του φιλόσοφου Μπουριντάν), είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι αν υπάρχει υπερπέραν θα είχα την ευχάριστη έκπληξη να με συναντήσω σε αυτό. Όμως ο πόνος του ανθρώπου και η σταθερή αδικία που πηγάζει από τον κόσμο, καθώς και το ίδιο μου το σώμα και η ίδια μου η σκέψη, με αποτρέπουν να μετακομίσω στα αστέρια.
Δεν πιστεύεις, ποιητή, ότι μόνο η ευτυχία βρίσκεται στην ομίχλη της μέθης, στη μέθη των χειλιών της γυναίκας, του κρασιού, του όμορφου τοπίου, και ότι με το να συλλέγει κανείς έντονες στιγμές δημιουργούνται στιγμές αιωνιότητας, ακόμα κι αν η αιωνιότητα δεν υπήρχε και χρειαζόταν να μαθαίνει από εμάς;
Δεν γνωρίζω, Μπαγαρία, σε τι έγκειται η ευτυχία. Αν πίστευα στο κείμενο που μελετούσα στο Ινστιτούτο, του απερίγραπτου καθηγητή Ορτί ι Λάρα, την ευτυχία δεν την βρίσκεις παρά μόνο στους ουρανούς· όμως αν ο άνθρωπος έχει επινοήσει την αιωνιότητα, πιστεύω ότι υπάρχουν στον κόσμο πολλά γεγονότα και πράγματα που την αξίζουν, τόσο για την ομορφιά τους, όσο και για την καταλυτικότητά τους, που αποτελούν απόλυτα πρότυπα για να είναι μόνιμα. Γιατί με ρωτάς τέτοια πράγματα; Αυτό που θες είναι να βρεθούμε στον άλλο κόσμο και να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας υπό τη σκέπη ενός φανταστικού μουσικού καφέ με φτερά, γέλια και απερίγραπτη αιώνια μπύρα. Μπαγαρία, μη φοβάσαι… Να είσαι βέβαιος ότι θα συναντηθούμε.
Θα σε παραξενεύουν, ποιητή, οι ερωτήσεις αυτού του άγριου σκιτσογράφου. Είμαι, όπως γνωρίζεις, ένα ον με πολλά φτερά και λίγες πεποιθήσεις, άγριος αλλά από ύλη που πονάει. Και σκέψου, ποιητή, ότι όλες αυτές οι τραγικές αποσκευές της ζωής μου άνθησαν σε έναν στίχο που ψέλλισαν τα χείλη των γονιών μου. Δεν πιστεύεις ότι είχε περισσότερο δίκιο ο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα (σ.parapoda: δραματουργός, ποιητής και συγγραφέας του 17ου αιώνα) όταν έλεγε ότι “ε, λοιπόν, το μεγαλύτερο έγκλημα του ανθρώπου είναι ότι έχει γεννηθεί”, από ό,τι ο Μουνιόθ Σέκα (σ.parapoda: κωμικογράφος, βασιλόφρων και επικριτής της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, συμμετείχε στην ένοπλη φασιστική εξέγερση του 1936, συνελήφθη και εκτελέστηκε στο “Μελιγαλά” της Ισπανίας, Παρακουέγιος) και η αισιοδοξία του;
Οι ερωτήσεις σου δεν με παραξενεύουν καθόλου. Είσαι ένας πραγματικός ποιητής που πάντοτε βάζει το δάχτυλο στην πληγή. Σου απαντώ με απόλυτη ειλικρίνεια, με απλότητα, και αν δεν είμαι εύστοχος και φλυαρώ, αυτό είναι μόνο από άγνοια. Τα φτερά της αγριάδας σου είναι φτερά αγγέλου, και πίσω από το ταμπούρλο που κρατά το ρυθμό του μακάβριου χορού σου υπάρχει μια ρόδινη λύρα, από αυτές που ζωγράφιζαν οι ιταλοί πρωτόγονοι. Η αισιοδοξία είναι ίδιον των ψυχών που έχουν μία και μόνη διάσταση: αυτών που δεν βλέπουν το κύμα των δακρύων που μας περιβάλλει, το οποίο προκαλείται από πράγματα που μπορούν να επιλυθούν.
Ευαίσθητε και ανθρώπινε ποιητή Λόρκα, ας συνεχίσουμε να μιλάμε για πράγματα που ανήκουν στο υπερπέραν. Επανέρχομαι σε αυτό το θέμα, γιατί το ίδιο είναι που επανέρχεται από μόνο του. Τους πιστούς, που πιστεύουν σε μια μελλοντική ζωή, μπορεί να τους χαροποιεί το να βρεθούν σε μια χώρα ψυχών που δεν έχουν σαρκώδη χείλη προς φίλημα; Δεν είναι καλύτερη η σιωπή του τίποτα;
Κάλλιστε και βασανισμένε Μπαγαρία, δεν γνωρίζεις ότι η Εκκλησία κάνει λόγο για ανάσταση της σάρκας ως τη μεγάλη επιβράβευση των πιστών της; Ο προφήτης Ησαΐας το λέει σε μια τρομακτική αποστροφή του: “[Στον Κύριο θα] ευφρανθούν τα κόκαλα που έσπασε[ς].” Και εγώ είδα στο κοιμητήριο του Σαν Μαρτίν μια ταφόπλακα σε έναν άδειο τάφο, μια ταφόπλακα που κρεμόταν σαν ένα παλιό δόντι σε έναν κατεστραμμένο τοίχο, όπου γραφόταν πάνω της: “Εδώ αναμένει την ανάσταση το σώμα της κας. Μικαέλα Γκόμεθ”. Μια ιδέα εκφράζεται και είναι εφικτή επειδή έχουμε κεφάλι και χέρια. Τα δημιουργήματα δεν επιθυμούν να είναι φαντάσματα.
Πιστεύεις ότι ήταν καλή η στιγμή να επιστραφούν τα κλειδιά της γραναδίνικης γης; (σ.parapoda: είχε προξενήσει αρνητική εντύπωση στους καθεστωτικούς κύκλους η αναφορά του Λόρκα στη λύπη του για την απώλεια του αραβικού πολιτισμού στη Γρανάδα, με τη νίκη των Καθολικών Μοναρχών – Φερδινάνδου και Ισαβέλλας – το 1492. Συγκεκριμένα, ο Λόρκα είχε πει: “όντας από την Γρανάδα, με συμπάθεια βλέπω όσους διώκονται. Τους τσιγγάνους, τους μαύρους, τους Εβραίους (…) τους βορειοαφρικανούς Άραβες, που όλοι οι γραναδίνοι φέρουμε μέσα μας.”)
Ήταν μια στιγμή πολύ κακή, παρότι στα σχολεία λένε το αντίθετο. Χάθηκε ένας αξιοθαύμαστος πολιτισμός, μια ποίηση, μια αστρονομία, μια αρχιτεκτονική και μια φινέτσα, όλες τους μοναδικές στον κόσμο, για να ανοίξει ο δρόμος σε μια πόλη φτωχή, δειλή: σε μια “γη του τσάβικο” (σ.parapoda: έτσι ονομαζόταν στη Γρανάδα το “οτσάβο”, υποδιαίρεση της πεσέτας, βάρους 1/8 ουγγιάς χαλκού. Μάλλον ο όρος “γη του τσάβικο” προήλθε από το ότι “καθιερώθηκε” το 19ο αιώνα πάρα πολλοί να ζητούν μανιωδώς από τους πιστούς κατά την “Ημέρα του Σταυρού” ένα τσάβικο “για τον Σταυρό”), όπου αναπτύσσεται τώρα η χειρότερη αστική τάξη της Ισπανίας.
Δεν πιστεύεις, Φεδερίκο, ότι η πατρίδα δεν είναι τίποτα, ότι τα σύνορα κάποια μέρα θα εξαφανιστούν; Γιατί ένας κακός Ισπανός πρέπει να θεωρείται πιο πολύ αδερφός μας από όσο ένας καλός Κινέζος;
Εγώ είμαι εντελώς Ισπανός και θα μου ήταν αδύνατο να ζήσω εκτός των γεωγραφικών μου ορίων. Ωστόσο, περισσότερο από κάθε τι άλλο, μισώ αυτόν που είναι Ισπανός επειδή είναι Ισπανός. Είμαι αδερφός με όλους και απεχθάνομαι τον άνθρωπο που θυσιάζεται για μια αφηρημένη εθνικιστική ιδέα μόνο και μόνο γιατί αγαπά την πατρίδα του επειδή φορά παρωπίδες. Ο καλός Κινέζος μού είναι πιο κοντά από έναν κακό Ισπανό. Τραγουδώ για την Ισπανία και τη νιώθω μέχρι το μεδούλι: όμως, πριν από αυτό, είμαι ένας άνθρωπος στον κόσμο και αδερφός με όλους. Από καιρού, δεν πιστεύω στα πολιτικά σύνορα. Φίλε Μπαγαρία, δεν πρέπει πάντοτε οι συνεντευξιάζοντες να ρωτούν. Πιστεύω πως έχουν τέτοιο δικαίωμα και οι συνεντευξιαζόμενοι. Προς τι τέτοια έγνοια, γιατί σε διακατέχει τέτοια δίψα για το υπερπέραν; Έχεις πράγματι επιθυμία να επιβιώσεις; Δεν πιστεύεις ότι όλα αυτά έχουν ήδη επιλυθεί και ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα, είτε πιστεύει είτε όχι;
Συμφωνώ, δυστυχώς, συμφωνώ. Βασικά, είμαι ένας άπιστος που διψά να πιστέψει. Είναι τόσο τραγικά επίπονο το να εξαφανίζεσαι για πάντα. Αντίο, χείλη της μητέρας, ποτήρι καλού κρασιού που ξέρει να σε κάνει να ξεχνάς την τραγική πραγματικότητα: τοπίο, φως που σε έκανε να ξεχνάς τη σκιά! Κατά το τραγικό τέλος θα επιθυμούσα μόνο μια συνέχεια: το σώμα μου να θαφτεί σε ένα περιβόλι: ώστε τουλάχιστον, το υπερπέραν μου να ήταν ένα λίπασμα.
Θα ήθελες να μου πεις γιατί έχουν σώμα βατράχου όλοι οι πολιτικοί για τους οποίους φτιάχνεις καρικατούρες;
Γιατί η πλειοψηφία τους ζει σε λίμνες.
Σε ποιο λιβάδι κόβει ο Ρομανόνες (σ.parapoda: παλαιός πολιτικός του Φιλελεύθερου κόμματος, Πρόεδρος της Γερουσίας, 17 φορές υπουργός και 3 φορές πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου επί βασιλείας Αλφόνσου 13ου. Ακολούθησε τους φασίστες) τις απερίγραπτες μαργαρίτες της μύτης του;
Αγαπητέ ποιητή, κάνεις νύξη σε ένα από τα πράγματα που φτάνουν στο μεγαλύτερο βάθος της ψυχής μου. Η μύτη του Ρομανόνες, εξαιρετική μύτη. Αυτή του Συρανό (σ. parapoda: ντε Μπερζεράκ) ήταν μια μύτη που εξαφανιζόταν μπροστά στη μύτη της αγάπης μου. Ο Ροστάν (σ.parapoda: ο δημιουργός του Συρανό ντε Μπερζεράκ) την απολάμβανε λιγότερο από όσο εγώ τη δική μου. Τι καμβάς για τα διακοσμητικά μου οράματα! Οι μαργαρίτες μου έφυγαν όταν τις παράδωσαν σε ένα μοναχικό σταθμό στο δρόμο για το Φονταινμπλό. Ποτέ δεν θα σε έχουν ρωτήσει, γιατί δεν είναι πια της μόδας. Ποιο είναι το αγαπημένο σου λουλούδι. Όμως, καθώς εγώ έχω τώρα μελετήσει τη γλώσσα των λουλουδιών, σε ρωτώ: Ποιο είναι το λουλούδι που προτιμάς; Το έχεις βάλει ποτέ στο πέτο;
Αγαπητέ φίλε, για να κάνεις τέτοιες ερωτήσεις, σκέφτεσαι μήπως να δώσεις διαλέξεις όπως ο Γκαρθία Σαντσίθ (σ.parapoda: δημοσιολόγος, διάσημος για τις διαλέξεις του, στήριξε το φασιστικό πραξικόπημα και έγινε προπαγανδιστής του);
Θεός φυλάξοι! Δεν φιλοδοξώ να “παίζω άσχημα το βιολοντσέλο”.
Προς τι, αγαπητέ Μπαγαρία, το ανθρώπινο αίσθημα που αποτυπώνεις στα ζώα που ζωγραφίζεις;
Αγαπητέ Λόρκα, σύμφωνα με τους καθολικούς, τα ζώα δεν έχουν ψυχή: μόνο κάποια ζώα συμφεροντολόγα, όπως ο σκύλος του Άγιου Ρόκκου, το γουρούνι του Αγίου Αντωνίου, ο κόκορας του Αγίου Πέτρου και το περιστέρι της θείας ξυλογλυπτικής· εγώ είχα στόχο να δώσω ανθρώπινη διάσταση στα ζώα χωρίς νονούς, να τους δώσω αξιοπρέπεια με το μολύβι μου, ώστε να αντιπαραβάλλονται με τους ανθρώπους που είναι καθαρά κτήνη. Αγαπητέ Λόρκα, θα σε ρωτήσω για τα δύο πράγματα που θεωρώ οτι έχουν τη μεγαλύτερη αξία στην Ισπανία: το τσιγγάνικο τραγούδι και την ταυρομαχία. Στο τσιγγάνικο τραγούδι, το μόνο ελάττωμα που βρίσκω είναι ότι στους στίχους του αναφέρεται μόνο στη μητέρα. Όσο για τον πατέρα, ας πάει στο διάολο. Αυτό μου φαίνεται μια αδικία. Πέραν της πλάκας, πιστεύω ότι αυτό το τραγούδι αποτελεί τη μεγάλη αξία της γης μας.
Πολύ λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν το τσιγγάνικο τραγούδι, γιατί αυτό που τραγουδιέται στη σκηνή είναι το λεγόμενο φλαμένκο, που αποτελεί έναν εκφυλισμό του. Δεν είναι δυνατό να πούμε σε αυτό το διάλογο τίποτα, γιατί θα ήταν υπερβολικά εκτεταμένο και λίγο δημοσιογραφικό. Όσον αφορά αυτό που λες, για τη συμπάθεια με την οποία αναφέρονται οι τσιγγάνοι μόνο στη μητέρα τους, έχεις κάποιο δίκιο, καθώς αυτοί ζουν υπό καθεστώς μητριαρχίας, και οι πατεράδες, δεν είναι τόσο πατεράδες, καθώς είναι πάντα και ζουν ως γιοί των μητέρων τους. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν στην τσιγγάνικη λαϊκή ποίηση αξιοθαύμαστα ποιήματα αφιερωμένο στο πατρικό συναίσθημα, ωστόσο είναι λιγότερα.
Το άλλο μεγάλο θέμα για το οποίο με ρωτάς, η ταυρομαχία, είναι ίσως ο πιο ποιητικός και ζωτικής σημασίας πλούτος της Ισπανίας, απίστευτα απορριπτέος από τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες, κάτι που οφείλεται σε μια ψεύτικη διαπαιδαγώγηση από τους δασκάλους μας και που ήμασταν οι άνθρωποι της γενιάς μου οι πρώτοι που απορρίπτουν. Πιστεύω ότι οι ταυρομαχίες είναι η μεγαλύτερη πιο καλλιεργημένη τελετουργία στον κόσμο σήμερα. Είναι το απόλυτο δράμα, στο οποίο ο Ισπανός χύνει τα καλύτερα δάκριά του και την καλύτερη χολή του. Είναι το μοναδικό μέρος από όπου φεύγει με τη βεβαιότητα ότι έχει δει το θάνατο να περιβάλλεται από την πιο εκθαμβωτική ομορφιά. Τι θα ήταν η ισπανική άνοιξη, το αίμα και η γλώσσα μας, αν έπαυαν να ακούγονται οι δραματικές σάλπιγγες της ταυρομαχίας; Λόγω ιδιοσυγκρασίας και ποιητικού γούστου είμαι βαθύτατα θαυμαστής του Μπελμόντε (σ.parapoda: διάσημος ταυρομάχος).
Ποιοι ποιητές στη σημερινή Ισπανία σου αρέσουν περισσότερο;
Υπάρχουν δυο δεξιοτέχνες: ο Αντόνιο Ματσάδο και ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Ο πρώτος, από μια άποψη καθαρά νηφαλιότητας και ποιητικής αρτιότητας, ποιητής ανθρώπινος και ουράνιος, που έχει αποφύγει κάθε αγώνα και είναι ο απόλυτος κύριος του φανταστικού εσωτερικού του κόσμου. Ο δεύτερος, είναι ένας μεγάλος ποιητής που έχει χτυπηθεί από μια φοβερή εκθείαση του εγώ του, έχει διαλυθεί από την πραγματικότητα που τον περιβάλλει και έχει τσιμπήσει απίστευτα από πράγματα ασήμαντα, με τα αυτιά ανοιχτά στον κόσμο, πραγματικός εχθρός της υπέροχης και μοναδικής ποιητικής ψυχής του.
Αντίο, Μπαγαρία. Όταν επιστρέψεις στις καλύβες σου με τα λουλούδια, τα θηρία και τους χείμαρρους, πες στους άγριους συντρόφους σου να μην εμπιστεύονται τα μικρά ταξίδια μετ’επιστροφής στις πόλεις μας: στα θηρία που έχεις απεικονίσει με φραγκισκανή τρυφερότητα, να μην έχουν μια στιγμή τρέλας και γίνουν κατοικίδια ζώα, και στα λουλούδια, να μην κορδώνονται πολύ για την ομορφιά τους, γιατί θα τους βάλουν χειροπέδες και θα τα κάνουν να ζουν πάνω από τις αποσυντιθέμενες κοιλιές των νεκρών.
Έχεις δίκιο, ποιητή. Επιστρέφω στη ζούγκλα μου, να ‘μαι με τους βρυχηθμούς μου, που είναι πιο αγαπητοί από τα ωραία λόγια των φίλων, που ενίοτε είναι χαμηλόφωνες βρισιές.
Μετάφραση από τα ισπανικά. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “El Sol”, στις 10/06/1936, σ.5.
Το μεγαλύτερο μέρος του μεταφρασμένου κειμένου βρίσκεται στο “Ριζοσπάστη” φ.6380, Σάββατο 4 Γενάρη 1930, σ.3 και φ.6381, Κυριακή 5 Γενάρη 1930, σ.3. Τροποποιήθηκε με βάση τη σημερινή ορθογραφία, ενώ προσθέσεις τμημάτων που έλειπαν μεταφράστηκαν με βάση το κείμενο στα αγγλικά το οποίο βρέθηκε εδώ. Αναδημοσίευση από https://parapoda.wordpress.com/
Τζακ Λόντον: Πώς έγινα σοσιαλιστής
Μ’ όλη την ειλικρίνεια, πρέπει να πω ότι γίνηκα σοσιαλιστής σχεδόν κατά τον ίδιο τρόπο που οι τεύτονες παγανιστές προσχώρησαν στο Χριστιανισμό: σφυρηλατήθηκε μέσα μου.
Όταν προσηλυτίστηκα δεν αποζητούσα το σοσιαλισμό, μα τον πολεμούσα. Νέος και αδαής, δεν είχα καμμιά αντίληψη της ζωής και χωρίς καν να υποψιάζομαι την ύπαρξη της σχολής που λέγεται “Ατομικισμός”, τραγουδούσα μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου τον παιάνα του δυνατού.
Κι όλα αυτα γιατί και εγώ ο ίδιος ήμουν δυνατός. Είχα εξαίρετη υγεία και χάλκινα ποντίκια, ιδιότητες που εύκολα αναγνωρίζονταν. Είχα περάσει την παιδική μου ηλικία στις φάρμες της Καλιφόρνιας, τη προεφηβική μου ζωή πουλώντας εφημερίδες στους δρόμους μιας υγιούς πόλης της δυτικής Αμερικής και την εφηβική μου ηλικία στα νερά του κόλπου του Αγ. Φραγκίσκου στον Ειρηνικό Ωκεανό. Λάτρευα τη ζωή του καθαρού αγέρα και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον έκανα τις σκληρότερες δουλιές. Μην έχοντας καμμιά ειδίκευση, περνούσα από το ένα επάγγελμα στ’ άλλο, κοιτούσα τον κόσμο και τον θαύμαζα χωρίς επιφύλαξη.
Το επαναλαμβάνω. Η αισιοδοξία αυτή οφειλόταν στην υγεία μου και τη δύναμή μου. Δεν υπόφερα ούτε από αδυναμία, ούτε από αρρώστια. Ποτέ εργοδότης δεν μ’ έδιωξε για ανικανότητα φυσική, εύρισκα πάντα δουλιά ως ναύτης ή απλός εργάτης.
Για όλες αυτές τις αιτίες, θριαμβεύοντας με τη νιότη μου κι έτοιμος να μπω στη γραμμή για τη δουλιά και τη μάχη, ήμουν σφοδρός ατομικιστής. Φαινόμενο ολωσδιόλου φυσικό, γιατί στην πάλη της ζωής δεν κέρδιζα. Από τότε θεωρούσα το παιχνίδι αυτό, όπως το έβλεπα – ή τουλάχιστον, όπως νόμιζα πως τό’βλεπαν οι άλλοι – σαν παιχνίδι για άντρες. Να γίνει κανείς άντρας, να το ρητό που είχα χαράξει στην καρδιά μου. Να τρέξω στην περιπέτεια, να μπω στο χορό, και να κάνω μια δουλιά άντρα (ακόμα και με μισθό παιδιού), να το ιδανικό που πάνω από τ’ άλλα κρατούσε την καρδιά μου.
Αντιλαμβανόμουν την προοπτική ενός κυματισμένου μα ατελείωτου μέλλοντος. Τού ‘δινα ό,τι έπαιρνα για το αρσενικό αυτό παιχνίδι και εξακολουθούσα να προχωρώ, χωρίς χτυπήματα, με γερή υγεία και γερά ποντίκια.
Όπως το είπα κιόλας, το μέλλον αυτό μου φαινόταν απέραντο. Έμπαινα, γεμάτος θράσσος, σε μιαν ατέλειωτη ζωή σαν ένα από τα χτήνη του Νίτσε, χαρούμενος βαγαπόντης που καταχτούσε τον κόσμο με μόνη ιδιότητα τη φυσική του ανωτερότητα και δύναμη.
Όσο για τους δυστυχείς, τους άρρωστους, τους γέρους και τους σακάτηδες, ομολογώ πως δεν τους σκεφτόμουνα καθόλου. Ένοιωθα συγχυσμένα πώς, εκτός αν συμβεί κάτι απρόοπτο, τους ήταν δυνατό να γίνουν τόσο καλοί όσο και γω, αν πραγματικά πάσχιζαν. Τα ατυχήματα; Ε, λοιπόν, αυτά αντιπροσώπευαν τη μοίρα γραμμένη με μεγάλα γράμματα, και δεν ξεφεύγει κανείς από την τύχη του. Το Βατερλώ ήταν για το Ναπολέοντα ένα ατύχημα της Μοίρας, μα το γεγονός αυτό δεν λιγόστευε καθόλου μέσα μου την επιθυμία να γίνω και γω καινούργιος Ναπολέοντας.
Εξάλλου, η αισιοδοξία που εμπνέεται από ένα στομάχι ικανό να χωνέψει σίδερα και από ένα σώμα που ήκμαζε παρά τις στερήσεις, δεν μ’ άφηνε να σκέφτομαι για απροσδόκητα γεγονότα, έστω και ως ελάχιστα συνδεόμενα με την ένδοξη προσωπικότητά μου.
Ελπίζω να ‘δειξα καθαρά την επιμονή μου να προσκολληθώ στην ευγενή ράτσα των καλοφτιαγμένων ανθρώπων, ευνοουμένων της φύσης. Χωρίς να ‘χω διαβάσει τον Καρλάιλ, ούτε τον Κίπλιγκ, κατασκεύασα ένα κοινωνικό ευαγγέλιο που σκίαζε το δικό τους. Για μένα η εργασία ήταν το παν στη γη, η αγίαση κι η σωτηρία του ανθρώπου… Η υπερηφάνεια που αποκόμιζα από μια μέρα καλοφτιαγμένης δουλιάς θα σας ήταν αδιανόητη. Μου είναι σχεδόν αδιανόητη όσο το σκέφτομαι τώρα. Ήμουν ο ιδεώδης μισθωτός σκλάβος, ο τύπος του σκλάβου, ευτυχής για τη δουλεία του. Το να φυγοπονώ ή να κακολογώ τον άνθρωπο που μου ‘δινε ένα μεροκάματο μου φαινόταν κατ’ αρχή λάθος προς τον εαυτό μου κι ύστερα απέναντι του εργοδότη. Εξομοίωνα σχεδόν την αμαρτία αυτή προς μια προδοσία.
Μ’ άλλα λόγια, ο χαρούμενος ατομικισμός μου κυριαρχούνταν από την ορθόδοξη αστική ηθική. Διάβαζα τις αστικές εφημερίδες, άκουγα τους αστούς ρήτορες και επευφημούσα με όλη μου τη δύναμη τους ανούσιους ήχους των αστών πολιτικών.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως, αν άλλα γεγονότα δεν είχαν αλλάξει κατεύθυνση στην καριέρα μου, θα καταντούσα ένα τομάρι απεργοσπάστη (ένας από τους αμερικάνους ήρωες του Προέδρου Έλιοτ), και το κεφάλι μου και τα επαγγελματικά μου ταλέντα θα καταστρέφονταν ανεπανόρθωτα από το ρόπαλο ενός μαχόμενου συνδικαλιστή.
Την εποχή αυτή μόλις είχα κλείσει τα 18 χρόνια και γύριζα από ένα ταξίδι 7 μηνών, όταν ο διάβολος μού μπήκε να αρχίσω τις βαγαποντιές. Άφησα τη χώρα της δύσης που οι εργάτες, επειδή ήσαν σπάνιοι, δεν είχαν παρά τη στενοχώρια της εκλογής για να βρουν δουλιά και έφτασα στα βιομηχανικά κέντρα της Ανατολής. Εκεί δεν εχτιμούσαν τους ανθρώπους περισσότερο από τις πατάτες και αυτοί αλληλοφαγωνόντουσαν για να βρουν δουλιά.
Η τελευταία αυτή περιπέτεια με ανάγκασε να αντιμετωπίσω τη ζωή από εντελώς νέα πλευρά. Είχα κατρακυλήσει από το προλεταριάτο σε αυτό που στους κοινωνιολόγους αρέσει να αποκαλούν “το κατώτερο 10%” και άρχισα να ανακλύπτω τον τρόπο με τον οποίο αυτό το δέκατο προσλαμβανόταν.
Βρήκα κει μια σωρεία φτωχών διαβόλων που με εχτιμούσαν και που είχαν ενσωματώσει στον ίδιο με μένα βαθμό, το χτήνος του Νίτσε. Φαντάρους, ναύτες, εφημεριδοπώλες, με ξεσκισμένα μέλη, παραμορφωμένους από τη δουλειά, τις στερήσεις και τα δυστηχήματα.
Περπάτησα μαζί τους παρέα, χτύπησα μ’ αυτούς τις αφιλόξενες πόρτες και κουλουριάστηκα πλάι τους στα εμπορικά βαγόνια και στους πάγκους των δημοσίων κήπων, ακούοντας την πένθιμη ιστορία της ζωής τους. Είχαμε ντεμπουτάρει κατ’ από τους ίδιους ευτυχείς οιωνούς. Το σώμα και το στομάχι τους λειτουργούσαν, αν όχι καλύτερα, εξίσου με τα δικά μου, κι όλες αυτές οι υπάρξεις κατέληξαν στο σφαγείο, μπρος στα μάτια μου, στο βάθος της κοινωνικής αβύσσου.
Και καθώς τους άκουγα, το μυαλό μου άρχισε να λειτουργεί. Η γυναίκα του δρόμου κι ο άντρας του οχετού δεν μου ήσαν πια ξένοι. Έβλεπα τον πίνακα της κοινωνικής Αβύσσου τόσο καθαρά, σα να ‘ταν κάτι συγκεκριμένο. Ομολογώ πως μ’ έπιασε τρόμος. Τι θα γινόταν, σκεφτόμουνα, αν με εγκατέλειπεν η δύναμή μου; Όταν πια δε θα μπορούσα να μετρηθώ με τους ανθρώπους της ερχόμενης γενιάς;
Τότε φορμουλάρισα τον ιεροπρεπή τούτον όρκον.
“Όλη μου τη ζωή κοπίασα σαν αγροίκος και, μετρώντας τις μέρες της δουλιάς μου βρίσκω πως ειμαι κοντύτερα παρά ποτέ άλλοτε, στο βάθος της αβύσσου. Βέβαια, θα βγω απ’ αυτη την άβυσσο, μα όχι με τη δύναμη των ποντικιών μου. Τέλειωσαν τώρα για μένα οι αγγαρείες του δεσμώτη! Ο Θεός να με κάψει αν κάνω πια μια μέρα φυσική δουλιά, παραπάνω από όσο πρέπει απόλυτα να κάνω”.
Και είμαι πολύ απασχολημένος από τότε που ξέφυγα από την κοπιαστική δουλιά.
Συμπτωματικά, ενώ είχα κάνει μερικές δεκάδες χιλιάδες μίλια μέσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, έφτασα ως το Νιαγάρα, όπου με συνέλαβε ένας αστυφύλακας κυνηγός κεφαλών, στερήθηκα το δικαίωμα να δηλώσω αθώος ή ένοχος, καταδικάστηκα σε φυλάκιση 30 ημερών επειδή δεν είχα σταθερό τόπο διαμονής και εμφανή μέσα διαβίωσης, μου πέρασαν χειροπέδες και με έβαλαν σε μια σειρά με ανθρώπους που πέρασαν παρόμοια πράγματα, με μετέφεραν στο Μπάφαλο, στη φυλακή της κομητείας του Ήρι, μου κούρεψαν το κεφάλι και μου ξύρισαν το μουστάκι, μου φόρεσαν τη στολή με τις ρίγες, με εμβολίασε υποχρεωτικά ένας φοιτητής ιατρικής που έκανε την πρακτική του πάνω μας, μας έβαλαν να περπατάμε στρατιωτικά και να δουλεύουμε κάτω από το βλέμμα φρουρών που κρατούσαν καραμπίνες Γουίντσεστερ, κι όλα αυτά γιατί επιδίωξα μια περιπέτεια σαν αυτή των ξανθών χτηνών. Περαιτέρω λεπτομέρειες ο συγγραφέας δεν θα πει, παρότι μπορεί να υπαινιχθεί ότι ο πληθωρικός του εθνικός πατριωτισμός καταλάγιασε και ξεβράστηκε από τα βάθη της ψυχής του κάπως – τουλάχιστον, καθώς μετά από αυτή την εμπειρία βρίσκει ότι νοιάζεται περισσότερο για τους άντρες, τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά παρά για φαντασιακά γεωγραφικά σύνορα.
Για να επιστρέψω στη μετατροπή μου σε σοσιαλιστή. Πιστεύω πως είναι προφανές πως ο σφοδρός ατομικισμός μου βρήκε πράγματι από μέσα μου και κάτι άλλο σφυρηλατήθηκε στη θέση του. Όμως, όπως είχα γίνει ατομικιστής χωρίς να το γνωρίζω, έτσι έγινα και σοσιαλιστής χωρίς να το γνωρίζω, αν και όχι, επιστημονικός.
Ξαναγεννήθηκα στη ζωή, χωρίς να πάρω καινούργιο όνομα, και αναζητούσα τι πράγμα είμαι. Γυρίζοντας στην Καλιφόρνια, άνοιξα βιβλία. Δεν θυμάμαι ποια διάβασα πρώτα, μ’ αυτή είναι δευτερεύουσα λεπτομέρεια. Με τη βοήθεια των βιβλίων ανακάλυψα πως ήμουν σοσιαλιστής. Από εκείνη τη μέρα, άνοιξα πολλά βιβλία, όμως κανένα οικονομικό επιχείρημα, ή διαυγής απόδειξη της λογικής και του αναπόφευκτου του σοσιαλισμού επιδρά σε εμένα τόσο βαθιά και πειστικά όσο επέδρασε η μέρα εκείνη που για πρώτη φορά είδα τους τοίχους της κοινωνικής Αβύσσου να υψώνονται γύρω μου και ένιωσα να βυθίζομαι, να γλιστρώ στα έγκατά της.
Μάρτιν Έβερετ, Η τέχνη ως όπλο. Ο Φραντς Ζάιμπερτ και οι «Προοδευτικοί της Κολωνίας»
Μετάφραση: Μάνος Γαλάτουλας
Σχήμα: 14Χ18 • Σελίδες: 32 • Τιμή: 4 ευρώ
Μια αναφορά στον Φραντς Ζάιμπερτ και τους «Προοδευτικούς της Κολωνίας», μια ομάδα ή έναν κύκλο καλλιτεχνών που ακολούθησαν και συμμετείχαν στα ριζοσπαστικά ρεύματα γύρω από τις γερμανικές οργανώσεις των συμβουλιακών κομμουνιστών AAU και ειδικότερα την AAU-E.