Category: Θεωρητικά


ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ «ΖΒΕΖΝΤΑ» ΚΑΙ «ΛΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ» (1946)

Από την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής βγαίνει ότι το σοβαρότερο λάθος του περιοδικού «Ζβεζντά»* ήταν πως άνοιξε τις σελίδες του στις «λογοτεχνικές δημιουργίες» του Ζοστσένκο και της Αχμάτοβα. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφέρουμε εδώ το «έργο» του Ζοστσένκο «Οι περιπέτειες μιας μαϊμούς». Το διαβάσατε, ίσως, όλοι και το ξέρετε καλύτερα από μένα. Το έργο τούτο έχει σκοπό του –αυτό είναι το νόημά του- να παραστήσει τεμπέληδες και τέρατα, ηλίθιους και πρωτόγονους τους σοβιετικούς ανθρώπους. Η δουλειά των σοβιετικών ανθρώπων, οι προσπάθειές τους και ο ηρωισμός τους, οι υψηλές κοινωνικές και ηθικές αρετές τους δεν ενδιαφέρουν τον Ζοστσένκο. Το θέμα τούτο λείπει πάντα από τα έργα του. Αυτός ο ξεφτισμένος μικροαστός διάλεξε για μόνιμο θέμα την ανάλυση των πιο ταπεινών, των πιο μικρόψυχων πλευρών της ζωής. Αυτή η κλίση του να σκαλίζει τα μικροπράματα δεν είναι τυχαία. Χαρακτηρίζει όλους τους πλαδαρούς αστούς συγγραφείς, που ανάμεσά τους πρέπει να κατατάξουμε και τον Ζοστσένκο. Ο Γκόρκι μίλησε πολύ γι’ αυτούς τον καιρό του. Θυμάστε πώς στιγμάτισε ο Γκόρκι, στο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων του 1934, τους «λογίους», αν μπορώ να τους πω έτσι, που δεν βλέπουν πέρα από τις βρωμιές και τις γάνες του μαγερειού.

«Οι περιπέτειες μιας μαϊμούς» δεν ξεφεύγουν από τα πλαίσια των συνηθισμένων γραφτών του Ζοστσένκο. Το «έργο» όμως; Αυτό τράβηξε την προσοχή της κριτικής, γιατί είναι το πιο χτυπητό παράδειγμα για ό,τι πιο αρνητικό υπάρχει μέσα στη λογοτεχνική του «παραγωγή». Είναι γνωστό ότι από τον καιρό που γύρισε στο Λένινγκραντ –απ’ όπου είχε φύγει όταν γινόταν η εκκένωση της πόλης- ο Ζοστσένκο έγραψε πολλά βιβλία που τα χαρακτηρίζει η αδυναμία του να βρει μέσα στη σοβιετική ζωή έστω και ένα μονάχα θετικό στοιχείο, έστω κι έναν θετικό τύπο. Όπως στις «Περιπέτειες μιας μαϊμούς» ο Ζοστσένκο συνηθίζει να κοροϊδεύει τη σοβιετική ζωή, τους σοβιετικούς θεσμούς, τους σοβιετικούς πολίτες, καμουφλάροντας αυτή την κοροϊδία με τη μάσκα μιας άδειας αστειολογίας και ενός κούφιου χιούμορ.

Αν διαβάσετε προσεκτικά, αν εμβαθύνετε στη νουβέλα αυτή –«Οι περιπέτειες μιας μαϊμούς»- θα δείτε ότι ο Ζοστσένκο δίνει στη μαϊμού ρόλο ανώτατου κριτή των θεσμών μας και τη βάζει να κάνει στους σοβιετικούς ανθρώπους ένα είδος μάθημα ηθικής. Παρασταίνει τη μαϊμού σα μια λογική αρχή, που μπορεί να κρίνει τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Του Ζοστσένκο του χρειάστηκε να δώσει, από τη ζωή των σοβιετικών ανθρώπων, μια εικόνα εσκεμμένα τερατώδικη, γελοιογραφική και χυδαία για να βάλει στο στόμα της μαϊμούς ένα ύπουλο και αντισοβιετικό λογάκι: καλύτερα να ζεις σε ζωολογικό κήπο παρά ελεύθερος, και ανασαίνεις καλύτερα μέσα σε κλούβα, παρά ανάμεσα στους σοβιετικούς ανθρώπους.

Μπορεί να πέσει κανείς πιο χαμηλά στην ηθική και πολιτική κλίμακα; Και πώς μπόρεσαν οι λενινγκραδέζοι να ανεχτούν μια τέτοια αχρειότητα, μια τέτοια βρωμιά στα περιοδικά τους;

Αν το περιοδικό «Ζβεζντά» προσφέρει στους αναγνώστες του έργα τέτοιας ποιότητας, πόσο αδύνατη πρέπει να είναι η επαγρύπνιση των λενινγκραδέζων που διευθύνουν το περιοδικό αυτό, ώστε να φτάσουν να δημοσιεύουν εκεί μέσα έργα δηλητηριασμένα από ζωώδικο μίσος ενάντια στο σοβιετικό καθεστώς. Μόνο το κατακάθι της λογοτεχνίας μπορεί να γεννοβολά τέτοια «έργα» και μόνο άνθρωποι τυφλοί και χωρίς πολιτικότητα μπορούν να τα βάζουν σε κυκλοφορία.

* «Ζβεζντά»=Αστέρι

Λένε ότι ο μύθος του Ζοστσένκο έκανε το γύρο των θεάτρων του Λένινγκραντ. Πόσο αδύνατη πρέπει να κατάντησε η ιδεολογική καθοδήγηση στο Λένινγκραντ για να μπορούν να γίνονται τέτοια πράγματα! Ο Ζοστσένκο, με τη σιχαμερή ηθική του, κατάφερε να μπει σε ένα μεγάλο περιοδικό του Λένινγκραντ και να στρογγυλοκαθίσει εκεί με όλες του τις ανέσεις. Όμως, το περιοδικό «Ζβεζντά» είναι όργανο που έχει χρέος να διαπαιδαγωγεί τη νεολαία μας. Βρίσκεται, ωστόσο, στο ύψος της αποστολής του ένα περιοδικό που φιλοξένησε έναν συγγραφέα τόσο χυδαίο και τόσο λίγο σοβιετικό σαν τον Ζοστσένκο; Αγνοούσε τάχα η σύνταξη της «Ζβεζντά» τη φυσιογνωμία του Ζοστσένκο; Μήπως, τελευταία ακόμα, στις αρχές του 1944, το περιοδικό «Μπολσεβίκ» δεν έκανε αυστηρή κριτική για μια σκανδαλώδικη νουβέλα του Ζοστσένκο, «Πριν ν’ ανατείλει ο ήλιος», που δημοσιεύτηκε μες στη βράση του απελευθερωτικού πολέμου του σοβιετικού λαού ενάντια στους γερμανούς εισβολείς; Ο Ζοστσένκο ξέχυνε μέσα κει όλη του τη μικρόχαρη και χυδαία ψυχή, με ευφροσύνη, με ηδονή, με τον πόθο να δείξει σ’ όλο τον κόσμο: «Για δέστε τι αγύρτης είμαι».

Είναι δύσκολο να βρει κανείς στη λογοτεχνία μας κάτι πιο αηδιαστικό από την «ηθική» που κηρύττει ο Ζοστσένκο στη νουβέλα του «Πριν ν’ ανατείλει ο ήλιος», όπου παρουσιάζει σα ζώα αηδιαστικά και ακόλαστα, χωρίς ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση τους ανθρώπους και τον εαυτό του. Και την ηθική αυτή την πρόβαλε στους σοβιετικούς αναγνώστες, την ώρα που ο λαός μας έχυνε το αίμα του σε έναν πόλεμο με σκληράδα χωρίς προηγούμενο, την ώρα που η ζωή του σοβιετικού κράτους κρεμότανε μονάχα από μια κλωστή, τον καιρό που ο σοβιετικός λαός έκανε αμέτρητες θυσίες για τη νίκη ενάντια στους γερμανούς, τότε που ο Ζοστσένκο, χωμένος κουραμπιέδικα στην Άλμα Άτα –μακριά στο μετόπισθεν- δεν έκανε τίποτε για να βοηθήσει το σοβιετικό λαό στον αγώνα του ενάντια στους γερμανούς εισβολείς. Δίκαια, λοιπόν, το «Μπολσεβίκ» τον μαστίγωσε σαν κοινό λιβελλογράφο, ξένο προς τη σοβιετική λογοτεχνία. Την εποχή εκείνη κορόιδεψε την κοινή γνώμη. Και να πού σε λιγότερο από δυο χρόνια, πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι που γράφτηκε το σχόλιο του «Μπολσεβίκ», ο ίδιος αυτός ο Ζοστσένκο γυρίζει θριαμβικά στο Λένινγκραντ και αρχίζει να περιφέρεται ελεύθερα στους δρόμους της πόλης. Όχι μόνο η «Ζβεζντά», μα και το περιοδικό «Λένινγκραντ» δημοσιεύουν ευχαρίστως τα γραφτά του. Στα θέατρα ανεβάζουν πρόθυμα τα έργα του. Και ακόμα παραπάνω, του δίνουν τη δυνατότητα να πάρει διευθυντική θέση στο τμήμα της Ένωσης των συγγραφέων στο Λένινγκραντ και να παίζει ενεργό ρόλο στη φιλολογική ζωή της πόλης. Για ποιο λόγο αφήνετε τον Ζοστσένκο να απλώνει την αρίδα του στα λογοτεχνικά οικόπεδα του Λένινγκραντ; Γιατί τα κομματικά στελέχη του Λένινγκραντ, γιατί η οργάνωση των συγγραφέων επέτρεψαν πράματα τόσο επαίσχυντα;

Αυτή την κοινωνική και πολιτική, καθώς και, τη λογοτεχνική φυσιογνωμία, τη σάπια και διεφθαρμένη ως το μεδούλι, δεν την απόκτησε τώρα τελευταία ο Ζοστσένκο. Τα τωρινά του γραφτά δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι απλώς η συνέχεια όλης της φιλολογικής του «κληρονομιάς», που χρονολογείται εκεί, κατά το 1920.

Ποιος ήταν ο Ζοστσένκο στο παρελθόν; Ήταν ένας από τους οργανωτές της φιλολογικής ομάδας «Αδελφοί Σεραπίονες»*. Ποια ήταν η κοινωνική και πολιτική φυσιογνωμία του Ζοστσένκο εκείνη την εποχή; Επιτρέψτε μου να αναφερθώ στο περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά», φύλλο 3 του 1922, όπου οι ιδρυτές αυτής της ομάδας εξέθεταν το «πιστεύω» τους. Ανάμεσα σε άλλα μαργαριτάρια βρίσκουμε εκεί σ’ ένα άρθρο με τίτλο «Για τον εαυτό μου και για μερικά άλλα πράγματα» το «σύμβολο της πίστεως» του Ζοστσένκο. Ο Ζοστσένκο αυτοαποκαλύπτεται δημόσια, χωρίς καθόλου να ενοχλείται και εκφράζει ολότελα ανοιχτά τις πολιτικές και φιλολογικές του γνώμες, ακούστε τον:

Αφού οι λέξεις του είναι κλειδωμένες τόσο απαράλλαχτα στη θέση τους, δέν είναι παράδοξο πού τό ποίημα περιβάλλεται άπό ένα θανατερό άέρα επιτύμβιου. Ή γλώσσα, καί τά νοήματα πού φέρει, δανείζονται έναν άνησυχητικό άέρα όριστικότητας, άναπόδραστης άναγκαιότητας σχεδόν. Εντούτοις, ή άλήθεια είναι ότι μιά άπό τις πιο εντυπωσιακές πλευρές της γλώσσας δέν είναι μόνο τό ότι στραβοπατάει καί γλιστρά, όπως παραδέχεται ό Έλιοτ σέ άλλο σημείο των Κουαρτέτων, άλλά τό ότι είναι άπρόβλεπτη. Ούτε ένα κομματάκι της δέν μπορεί νά συναχθεΐ επακριβώς άπό κάποιο άλλο. ’Ακόμα κι αν σηκωθώ άπ’ τό τραπέζι της δεξίωσης, χτυπήσω τό ποτήρι μέ τό κουτάλι μου καί πώ «Κυρίες καί» δέν είναι άπαραίτητα επόμενο ότι ή έπόμενή μου λέξη θά είναι «κύριοι». Θά μπορούσε κάλλιστα νά ’ναι «ροκάδες». Είναι λοιπόν ή ποίηση ένας τρόπος καταπίεσης τέτοιων γλωσσολογικών πιθανοτήτων; Μήπως μάς ενθαρρύνει νά νιώθουμε ότι ένας συγκεκριμένος τρόπος θέασης του κόσμου είναι άδύνατον νά άλλάξει; Κι αν αύτό ισχύει, μήπως ή ποίηση είναι μορφή ιδεολογίας παρά κριτική στήν ιδεολογία;

Είναι σημαντικό ότι πολιτικά ριζοσπάστες, όπως ό Βάλτερ Μπένγιαμιν, δέν θρήνησαν μόνο τήν παρακμή της εμπειρίας στήν εποχή της τεχνικής άναπαρα- γωγής. ’Άν ήταν έτσι, ο Μπένγιαμιν δέν θά ξεχώριζε άπό μιά μακρά σειρά συντηρητικών τής κουλτούρας, άπό τον Μάρτιν Χάιντεγκερ καί τον ’Έλιοτ ώς τον Λέο Στράους καί τον Τζόρτζ Στάινερ, γιά τούς όποιους ή νεωτερικότητα δέν είναι παρά μιά εκφυλισμένη άφήγηση άλλοτριωμένης επιστήμης, χυδαίας δη­μοκρατίας καί άμυαλης μαζικής κουλτούρας. Δέν είναι εύκολο νά φανταστούμε τον Χάιντεγκερ νά περιφέρεται μέ I-pod ή τον Στάινερ νά ψάχνει ταινία στο βιντεοκλάμπ. Άντιθέτως, οι ριζοσπάστες σάν τον Μπένγιαμιν γνώριζαν ότι ό θάνατος ορισμένων μορφών εμπειρίας σήμαινε ότι υπήρχε πιθανότητα νά γεννη­θούν άλλες.17 Μπορεί ή σύγχρονη τεχνολογία νά γίνεται καταπιεστική, άλλά μπορεί νά γίνει καί άπελευθερωτική. Μπορεί νά άραιώνει τις έμπειρίες, άλλά μπορεί καί νά αύξήσει τήν προσβασιμότητα σ’ αύτές. ’Ακόμα καί ή ’Εμπειρία τού Δρόμου τών Γιγάντων18 μπορεί νά μάς μορφώσει, έστω καί ύποτυπωδώς. Ή ιστορία ώς κληρονομιά είναι εύλογα προτιμότερη άπό τό νά μήν έχουμε καθόλου ιστορία. Τέτοια πολιτιστική τεχνολογία άνοίγει έναν καινούργιο κόσμο πιθανοτήτων, άδιανόητο γιά τούς προγόνους μας. Μόνο μιά διαλεκτική σκοπιά, ή όποια θά σταθμίζει τά υπέρ τής νεωτερικότητας μαζί μέ τά κατά, μπορεί νά τή δικαιώσει. Κι αύτό ισχύει δυσμενώς καί γιά τούς μεμψίμοιρους τής κουλ­τούρας, γιά τούς όποιους ό πολιτισμός έχει πάρει τήν κατιούσα άπό τότε πού εφευρέθηκε ό τροχός, καί γιά τούς άνοιχτομάτηδες προοδευτικούς, για τούς οποίους ό Ρέμ19 ξεμπέρδεψε μια καί καλή μέ τον Ρέμπραντ.

Οί άβανγκάρντ καλλιτέχνες, όπως οί φουτουριστές καί οί σουρεαλιστές, δημιούργησαν νέα είδη τέχνης από την ίδια την ταχύτητα, την πεζότητα, τη ρευστότητα, τον τυχαίο χαρακτήρα, τήν άταξία, τον κατακερματισμό καί τήν πολλαπλότητα της σύγχρονης εμπειρίας. ’Έγινε δυνατή ή ύπαρξη μιας εξ ο­λοκλήρου νέας ποιητικής. Τό πιο όνομαστό ποίημα του 20οΰ αιώνα, Ή έρημη χώρα του Έλιοτ, καταγράφει τήν αιμορραγία της εμπειρίας από τή σύγχρονη αστική ζωή, άλλα τή θεωρεί πνευματική καταστροφή. Ποιητές όπως ό Μαγια- κόφσκι, ό Μπρέχτ καί ό Μπρετόν, άντιθέτως, δέν βλέπουν μέ τρόμο τό άδεια- σμα τού ανθρώπινου υποκειμένου. ’Ίσως τό άδειασμα καί ή διάλυση άποτελοΰν πρελούδιο στήν έπανασυναρμολόγηση, πιο παραγωγικά αύτή τή φορά. ‘Όταν μαθαίνεις κάτι, έπεσήμανε ό Τζώρτζ Μπέρναρντ Σώ, στήν αρχή πάντα νιώθεις σάν νά χάνεις κάτι.

Κι όμως, τό ότι αύτό τό κάτι έχει χαθεί είναι βέβαιο πέραν πάσης άμφιβο- λίας* καί στόχος της ποίησης εν μέρει ήταν ή προσπάθεια αποκατάστασής του. Στον κόσμο του άμεσα εύανάγνωστου, είχαμε χάσει τήν εμπειρία τής γλώσσας καθαυτή. Καί ή απώλεια τής αίσθησης τής γλώσσας σημαίνει ότι χάνουμε τήν επαφή μας μέ πολύ περισσότερα από τή γλώσσα. Οί κατά μεγάλο μέρος πραγματιστικές χρήσεις του λόγου μας είχαν χαλάσει τή φρεσκάδα του κι είχαν στομώσει τή δύναμή του* κι ή ποίηση, μεταξύ άλλων, μάς έπέτρεπε νά τήν άπολαύσουμε καί νά τή γευτούμε ξανά. ’Αντί νά μάς επιτρέψει απλώς νά τήν καταναλώσουμε, μάς ανάγκαζε νά παλέψουμε μαζί της* κι αύτό ίσχυε ειδικό­τερα γιά τή σύγχρονη ποίηση. Ή διαβόητη δυσκολία τέτοιων έργων σχετιζόταν μέ τήν άρνηση τού ποιήματος νά παραδοθεΐ εύκολα. ’Αντίθετα, μάς σπρώχνει σ’ αύτό πού ό ’Έλιοτ άποκαλοϋσε ((μιά πάλη αφόρητη μέ λέξεις καί νοήματα».20

Ή ποίηση είναι ένα είδος «φαινομενολογίας τής γλώσσας» – φαινομενολογία στήν όποια ή σχέση μεταξύ λέξης καί σημασίας (ή σημαίνοντος καί σημαινό- μενου) είναι στενότερη απ’ όσο στον καθημερινό λόγο. ‘Υπάρχουν πολλοί καί διάφοροι τρόποι νά πει κανείς «Κάθισε», άλλά μόνο ένας τρόπος γιά νά πεις ((The hare limped trembling through the frozen grass».21 Ή ποίηση είναι γλώσσα στήν όποια τό σημαινόμενο ή τό νόημα αποτελεί εξ ολοκλήρου την ΐδια τη διαδικασία της σημααιοδότησης. Ώς εκ τούτου, ώς ένα βαθμό, άποτελεΐ γλώσ­σα πού μιλάει γιά τον εαυτό της. ’Ακόμα καί στά ποιήματα πού άσχολοϋνται περισσότερο με τά κοινά υπάρχει κάτι κυκλικό και αύτοαναφορικό. Τό νόημα ενός ποιήματος εξάγεται μέ πολύ μεγαλύτερη δυσκολία μέσω της συνολικής διαδικασίας σημασιοδότησης άπό τό νόημα μιας πινακίδας. Αύτό δέν σημαίνει ότι δέν μπορούμε νά συνοψίσουμε τό περιερχόμενο ενός ποιήματος όπως μπο­ρούμε νά συνοψίσουμε τό εγχειρίδιο γιά τούς νέους αστυνομικούς. ’Αλλά ή περίληψη τού πρώτου θά περιέχει πάντα λιγότερες πληροφορίες άπό τού δεύ­τερου. Ή ποίηση είναι κάτι πού μάς συμβαίνει, όχι κάτι πού μάς λέγεται. Ή σημασία των λέξεων συνδέεται στενά μέ τήν εμπειρία μας άπό αύτές.

Ή ποιητική έχει άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα. Ή σύγχρονη εποχή διχαζόταν συνεχώς μεταξύ ενός νηφάλιου, αλλά μάλλον άναιμικοϋ, ορθολογι­σμού, άπό τή μιά, καί ενός πλήθους δελεαστικών, αλλά επικίνδυνων μορφών άνορθολογισμού, άπό τήν άλλη. Ή ποίηση, όμως, είναι διατεθειμένη νά γεφυ- ρώσει αύτό τό χάσμα. Πιο πολύ άπό κάθε άλλη μορφή λόγου, άσχολεΐται μέ τις λεπτότερες αποχρώσεις της σημασίας, κι έτσι άναγνωρίζει τήν άξια της λογι­κής καί τής άγρυπνης άντίληψης. Στά καλύτερά της, αποτελεί ένα υπέρτατα ραφιναρισμένο προϊόν τής ανθρώπινης συνείδησης. ‘Όμως, τήν αφοσίωση στή σημασία τήν άναζητά στά συμφραζόμενα τών λιγότερο λογικών ή άρρητων διαστάσεων τής ύπαρξής μας, επιτρέποντας στούς ρυθμούς, στις εικόνες καί στις παρορμήσεις τής υπόγειας ζωής μας νά μιλήσουν μέσα άπό τις διεισδυ­τικές άκρίβειές της. Αύτός είναι ό λόγος πού αποτελεί τήν πιο ολοκληρωμένη μορφή ανθρώπινης γλώσσας πού θά μπορούσε νά φανταστεί κανείς – παρότι αύτό πού συνιστά γλώσσα είναι, κατά μεγάλη ειρωνεία, άκριβώς ή ήμιτέλειά του. Γλώσσα είναι αύτό άπό τό όποιο πάντα υπάρχει περισσότερο.

Ο θάνατος της εμπειρίας

Είναι ειρωνεία πού, υπό τό φως του φιλολογικού του πάθους, ό Νίτσε θά εμφα­νιζόταν άπό τόσες πολλές άπόψεις ώς παππούς τής μετανεωτερικής κουλτού­ρας, άφοΰ υπάρχει τό εύλογο επιχείρημα ότι αύτή, καί οχι ή πολιτισμική θε­ωρία, βοήθησε στήν υπονόμευση των εύαίσθητων άναγνώσεων των κειμένων. «Οπως είναι ίσως άναμενόμενο, κατηγορούμενος είναι ένας συγκεκριμένος τρό­πος ζωής, όχι ένα σύστημα άφηρημένων ιδεών. Αύτό πού άπειλεΐ νά τορπιλίσει τή λεκτική ευαισθησία είναι ό ρηχός, εμπορευματοποιημένος, άμεσα εύανάγνω- στος κόσμος του άνεπτυγμένου καπιταλισμού, μέ τον άνενδοίαστο τρόπο πού χειρίζεται τά σημεία, τήν επικοινωνία μέσω των υπολογιστών καί τό φαντα- χτερό περιτύλιγμα τής «εμπειρίας». Βέβαια, υπάρχει μιά θεωρία ότι οί υπο­λογιστές στήν πραγματικότητα άποτελοΰν μιά έξυπνη άπόπειρα νά επιβραδυν­θεί ή σύγχρονη ζωή, όπως μπορεί νά διαβεβαιώσει κάθε ένας πού έχει προσπα­θήσει ν’ άγοράσει άεροπορικό εισιτήριο ή νά βρει δωμάτιο σέ ξενοδοχείο. Υπάρχουν άκόμη κι εκείνοι πού νοσταλγούν τήν ταχύτητα καί τή φούρια τού παλιού, καλού καιρού – τις ταραγμένες μέρες όπου ό υπάλληλος τής ρεσεψιόν σημείωνε τό ονομα στο βιβλίο μέσα σέ πέντε δευτερόλεπτα, προτού ή μοντέρνα τεχνολογία βάλει φρένο σ’ αύτή τήν παράτολμη βιασύνη. Επίσης, ή διαδικασία τής καταχώρισης τού ονόματος στο βιβλίο ήταν μάλλον άπίθανο νά κρασάρει.

Ή προειδοποίηση ότι ή εμπειρία καθαυτή χάνεται άπό τον κόσμο κυκλοφορεί άπό τον Χάιντεγκερ ώς τον Μπένγιαμιν καί πιο πέρα άκόμη. Παραδόξως, στον πλανήτη μας δέν διακυβεύεται μόνο τό περιβάλλον, τά θύματα τών άσθενειών αύτών των συσκευασμένων τόπων είναι τό γεγονός ότι βιώνονται, γίνονται, όπως τα εμπορεύματα, έναλλάξιμα. Ή εμπειρία, πού κάποτε αποτελούσε τρόπο αντίστασης στην έμπορευματική μορφή με όλη την πλούσια ιδιαιτερότητα της, τώρα αποτελεί ενα ακόμα είδος εμπορεύματος. Μια λέξη πού μπορεί νά σημαί­νει ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας καταλήγει νεκρός οδοστρωτήρας. Έάν ή έμπορευματική μορφή φτωχαίνει τήν εμπειρία μας, ή μετανεωτερικότητα προ­σπαθεί νά διορθώσει αύτή τήν ένδεια μέ μιά εμπορευματοποιημένη εμπειρία. ’Έτσι, ή λέξη «εμπειρία» φθίνει καί γίνεται κενό σημαίνον, όπως στήν πρόταση «Έχω τήν εμπειρία νά βράζω ένα άβγό», όπου ή φράση «έχω τήν εμπειρία» θά μπορούσε νά παραλειφθεΐ χωρίς νά αλλοιωθεί τό νόημα. Ή εμπειρία υποχωρεί μπρος στήν πληροφορία, ή οποία μπορεί νά ζουληχτεΐ καί νά πεταχτεΐ σάν βρόμικο χαρτομάντιλο.

Γιά τούς μεταδομιστές στοχαστές, όπως ό Φουκώ, ό Ντερριντά καί ό Ζάν- Φρανσουά Λυοτάρ, ο θάνατος της εμπειρίας είναι πιο γνωστός ως Θάνατος τού ’Ανθρώπου. Κι αύτό, γιά εκείνους, είναι ένας θάνατος γιά τον όποιο πρέπει νά γιορτάζουμε, όχι νά πενθούμε. Διότι ή παράδοση καί ή εμπειρία δέν είναι άπλώς αποθήκες αξιών* είναι επίσης δοχεία βίας καί καταπίεσης. Ή ιδέα τού ((γε­μάτου» άνθρώπινου υποκειμένου, πού είναι πλήρες στις σωρευμένες του αισθή­σεις, πού καλλιεργεί τά λεπτά του αισθήματα σάν εξωτικά φυτά καί συλλέγει τις εμπειρίες σάν πολυαγαπημένα έργα τέχνης, άνήκει σέ προηγούμενη μορφή μεσοαστικής κοινωνίας – μιά κοινωνία στήν όποια ό καταναλωτικός καπιτα­λισμός εκτοπίζεται σιγά σιγά. ’Από τήν άποψη αύτή, ό θάνατος τής ((εμπει­ρίας» είναι καί θάνατος τής κλασικής αστικής τάξης – εκείνων των άνδρών καί των γυναικών πού φιγουράρουν στά μυθιστορήματα τού Προύστ καί τού Τόμας Μάν καί έχουν πιά άντικατασταθεΐ άπό στρατιές άψυχων χρηματιστών καί μεσιτών.

Ό Θάνατος τού ’Ανθρώπου, λοιπόν, είναι στήν πραγματικότητα θάνατος τού ’Αστού, ό όποιος ήταν ένα είδος ιδιώτη εμπόρου τής ίδιας του τής εμπειρίας. ’Από αύτήν, τήν παραδοσιακότερη, άποψη, ό εαυτός πρέπει νά θεωρείται ένα τεράστιο βαρέλι ούίσκι, μέσα στο όποιο ζυμώνονται ήσυχα οι εμπειρίες ώσπου νά γλυκάνουν καί νά ωριμάσουν. Κι αύτό, μέ τό δικό του τρόπο, είναι μιά μορφή φετιχισμού, όπως ήταν ή ’Εμπειρία τού ’Ιδιωτικού ‘Οπλοστασίου τού Έρνεστ Χέμινγουεϋ. Μέ τό δικό του προνομιακό τρόπο, θεωρούσε τον εαυτό ιδιοκτήτη τών ίδιων του τών αισθήσεων. Σημασία είχε μιά πλούσια, στοχαστική εσω­στρέφεια, ως προς τήν όποια ή πρακτική δράση ερχόταν αύστηρά δεύτερη.

Αύτή ή εσωστρέφεια ονομαζόταν Κουλτούρα. Ώς ιδέα, βασιζόταν σέ ένα αίσθημα ενότητας, ισορροπίας, αύτοπεποίθησης, αδιάσπαστης συνέχειας καί αρμονικής αύτοεξέλιξης, καθώς καί στήν πίστη στο άνθρώπινο υποκείμενο ώς κέντρο ελέγχου τής πραγματικότητας. ’Αφού αύτό τό μοντέλο ’Ανθρώπου δε­χόταν ότι, κατά τήν εμπειρία τού καθενός, τά πάντα συνεργάζονται πλήρως κι ή ζωή του είναι μια αδιάκοπη αφήγηση, δέν άφηνε πολλά περιθώρια για παραφωνίες καί άντιφάσεις. ‘Όσοι έβλεπαν τή ζωή μέ αύτό τον τρόπο, έκλιναν προς τήν άποψη πώς κάθε εμπειρία είναι πολύτιμη, πεποίθηση πού γενικά δέν τή συμμερίζονται όσοι βρίσκονται στήν πτέρυγα των μελλοθανάτων.

Αύτό τό μοντέλο εμπειρίας άποτελεΐ τή βάση μεγάλου μέρους της σύγχρονης συζήτησης γιά τήν ποίηση. Γιατί τι πιο ενοποιημένο καί άρμονικό, ρωτούν οί κριτικοί, άπό ένα ποίημα; Δέν είναι άραγε μέρος του ορισμού της ποίησης ότι άπολύτως τίποτα δέν είναι παράταιρο, ότι καμιά λέξη δέν είναι άχρηστη ή περιττή, ότι τό κάθε στοιχείο συνωμοτεί μέ κάθε άλλο γιά νά σχηματίσει ένα ενιαίο σύνολο; Αύτή, μέσες-άκρες, είναι μιά θεώρηση της ποίησης κοινή σέ πολλούς σημαντικούς σχολιαστές, άπό τον Κόλεριτζ ως τον Ι.Α. Ρίτσαρντς καί άπό τον Γκαΐτε στούς Αμερικανούς Νέους Κριτικούς. Τό ποίημα άποτελεΐ μυστικά μιά εκδοχή μιας εύνομούμενης πολιτείας. ‘Όπως μιά ίεραρχική κοι­νωνία, έχει κι αύτό κυρίαρχα καί υφιστάμενα επίπεδα. Τό ποίημα είναι μιά οργανική κοινωνία άπό μόνο του, υπόδειγμα ενότητας καί συνάφειας. Καί, ώς εκ τούτου -τουλάχιστον γιά τούς ριζοσπάστες στοχαστές, όπως ό Φρόυντ- άποτελεΐ σύμβολο φετίχ. Είναι μιά ύποστασιοποιημένη άπάντηση σέ μιά ύπο- στασιοποιημένη πραγματικότητα.

Ή ποίηση υποτίθεται ότι είναι ό τόπος οπού οί λέξεις είναι δυνατόν νά εμφανιστούν μόνο μέ τή σειρά μέ τήν όποια τις συναντάμε.

Εντούτοις, αύτό ήταν ένα μόνο άπό τά θεωρητικά ρεύματα πού εμφανίστηκαν στις δεκαετίες του 1970 καί του 1980. ’Από τή φεμινιστική κριτική στον πολι­τιστικό υλισμό, τούς θιασώτες τού Μπαχτίν στό Νέο Τστορικισμό, υπήρξαν κι άλλες ερευνητικές οδοί πού ήθελαν νά μείνουν πιστές στήν κλασική ρητορική. Κατά μεγάλη ειρωνεία, αύτοί άκριβώς οι δήθεν υπερβολικά μοντέρνοι θεωρη­τικοί ήταν οί πιο εύθυγραμμισμένοι μέ τήν παράδοση. Καί αύτοί έβαλαν σκοπό νά μελετήσουν τά λογοτεχνικά έργα καί ώς τύπους σημασίας καί ώς ιστορικά γεγονότα, ώς τόπους όπου συγκλίνουν ή εξουσία καί ή έννοια. Παρ’ όλα αύτά, καθώς πλησίαζε ή νέα χιλιετία, καί τό κυρίαρχο πολιτικό σύστημα πειθόταν άλαζονικά ότι είχε άπαλλαγεΐ άπό κάθε πρόκληση, ή συντήρηση αύτοϋ του τολμήματος δυσχέραινε. Ή ίδια ή ιδέα τής πολιτικής κριτικής δεχόταν σφοδρές επιθέσεις. Γιά παράδειγμα, πριν άπό μερικές δεκαετίες, ήταν αποδεκτό νά μιλά κανείς γιά τή λογοτεχνία μέ όρους κοινωνικής τάξης. Μάλιστα, τό αντί­θετο ήταν δύσκολο νά τό καταλάβει κανείς. Τό αγγλικό μυθιστόρημα, παραδείγματος χάριν, άσχολεΐται άποκλειστικά μέ τήν τάξη, τήν κοινωνική θέση, τήν ιδιοκτησία, τήν οικονομία, τό γάμο, τήν άναπαραγωγή καί τήν κληρονομιά απ’ άκρη σ’ άκρη.

Σήμερα, δμως, άν μιλήσει κανείς γιά τό αγγλικό μυθιστόρημα μέ τέτοιους όρους, δέχεται την κατηγορία ότι είναι «αιρετικός», για να χρησιμοποιήσω ένα συγκεκριμένο τετριμμένο λογοτεχνικό όρο. Οι Βικτωριανοί ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να φλυαρήσουν γι’ αύτά τα θέματα, ενώ φαίνεται ότι εμείς, οί σύγχρονοι, είμαστε πιο διστακτικοί. Σέ έναν κόσμο αύξανόμενης βίας καί εκδίωξης, οί κριτικοί καί οί βιβλιοκρίτες έχουν κατά κύριο λόγο γίνει «μετα- πολιτικοί». ’Από τούς Ρώσους Φορμαλιστές στούς ’Αμερικανούς Νέους Κριτι­κούς, από τον Northrop Frye12 στον Ρολάν Μπάρτ, οί μεγάλοι δομιστές κριτικοί άμφισβήτησαν τις ίστορικιστικές άπόψεις της λογοτεχνίας μέ προκλητικούς, θεωρητικά εκλεπτυσμένους, τρόπους. Ή πολιτική κριτική του καιρού μας, όμως, δέν έχει τό προνόμιο νά άντιμετωπίζει τόσο άποφασισμένους άντιπάλους. Έκτος άπό ορισμένες τίμιες εξαιρέσεις, βρίσκεται άντιμέτωπη μέ τήν προκα­τάληψη καί τήν άγνοια.

Έχουμε λοιπόν εμπρός μας μιά ανησυχητική κατάσταση. Ή λογοτεχνική κριτική κινδυνεύει νά άπαρνηθεΐ καί τις δύο παραδοσιακές της λειτουργίες. ’Άν οί περισσότεροι άπό εκείνους πού τήν άσκοΰν έχουν γίνει λιγότερο εύαίσθητοι στή λογοτεχνική φόρμα, κάποιοι άντιμετωπίζουν μέ σκεπτικισμό τις κοινωνι­κές καί πολιτικές εύθύνες της κριτικής. Στήν εποχή μας, τό μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής αύτής μελέτης έχει μεταφερθεΐ στις πολιτιστικές σπουδές* οί πολιτιστικές σπουδές όμως, άντιστρόφως, συχνά έγκαταλείπουν τήν παραδο­σιακή ενασχόληση μέ τήν προσεκτική τυπολογική ανάλυση. Ό ένας κλάδος μελέτης λίγα έχει διδαχθεί άπό τον άλλο.

Είτε μέ τον έναν είτε μέ τον άλλο τρόπο, λοιπόν, ή λογοτεχνική κριτική διατρέχει τον κίνδυνο νά μή μείνει πιστή στις ρίζες της, τήν κλασική ρητορική. Καί διατρέχει εξίσου τον κίνδυνο νά μή μείνει πιστή στήν παρακαταθήκη του άναγεννησιακοΰ ούμανισμοϋ, οί εκφραστές του όποιου, όπως επισημαίνει ό Γιόζεφ Σουμπέτερ, «ήταν κυρίως φιλόλογοι, άλλά σύντομα έπεκτάθηκαν στά πεδία των τρόπων, τής πολιτικής, τής θρησκείας καί τής φιλοσοφίας»

Συγγραφείς δπως ό Τζόζεφ Άντισον, ό Ρίτσαρντ Στήλ καί ό Σάμιουελ Τζόν- σον αντιλαμβάνονταν την κριτική, μεταξύ άλλων, ώς μορφή κοινωνικής καί ηθικής κριτικής. Τό ίδιο έκαναν καί οί λεγόμενοι άνδρες των γραμμάτων του 19ου αιώνα, άπό τον Σάμιουελ Τέυλορ Κόλεριτζ ώς τον Μάθιου «Αρνολντ. Όμοίως καί εκείνοι του 20οΰ αιώνα, άπό τον Λήβις, τον Ρίτσαρντς καί τον Έμπσον, ώς τον Τζώρτζ Όργουελ, τον Ε. Π. Τόμσον καί τον Ρέιμοντ Γουίλ- λιαμς. Αύτό πού είναι σήμερα γνωστό ώς πολιτισμική θεωρία άποτελεΐ μο­ντέρνα εκδοχή τής παραδοσιακής κριτικής. Οί «λάτρεις τής παράδοσης» πού ήταν άντίθετοί σέ μιά τέτοια θεωρία ήταν όψιμοι καί παρείσακτοι. Τό σύνθημα τής ριζοσπαστικής λογοτεχνικής κριτικής είναι λοιπόν σαφές: Εμπρός, επι­στροφή στήν άρχαιότητα!

Πα­ραμερισμένη από τό πιό ισχυρό δημόσιο είδος γραφής τής εποχής, τό μυθιστό­ρημα, καί εξοβελισμένη άπό την κυρίαρχη φιλοσοφία του ωφελιμισμού, ή ποίηση διέτρεχε περισσότερο τον κίνδυνο νά την παραβλέψουν, παρά νά την κρυφακού­σουν. Μέ ένα νέο κομμάτι εργατών τής λογοτεχνίας, τό μυθιστόρημα έθεωρεΐτο κοινωνική μορφή, άφοΰ άσχολιόταν μέ ιδέες καί θεσμούς, ενώ ή ποίηση είχε γίνει καταφύγιο του προσωπικού συναισθήματος. Λές καί τό λυρικό ποίημα όριζε ολόκληρο τό είδος. Καί έτσι θά παρέμενε ώσπου οι μοντερνιστές, δπως ό Έλιοτ, ό Γαίητς, ό Πάουντ καί ό Στήβενς, θά προσπαθούσαν νά τήν άναζωογονήσουν καί νά τήν άναδείξουν σέ μεΐζον είδος. ’Ίσως ή ποίηση νά ξαναγινόταν κεντρική μορφή τέχνης στή σύγχρονη εποχή, ή μοναξιά καί οι πνευματικές ανησυχίες τής όποιας ταυτίζονταν μαζί της. ’Ίσως εκφράζοντας αύτή τήν έντονα προσωπική έμπειρία θά μπορούσε, παραδόξως, νά γίνει ό πιό δημόσιος αντιπρόσωπος.

Η ιστορία τής ρητορικής, λοιπόν, δέν είναι ενθαρρυντική. Μετά άπό τήν πολλά υποσχόμενη γέννησή της στίς άρχαΐες πόλεις-κράτη, άπολιθώθηκε στά χέρια τών λογιών τού Μεσαίωνα, πνίγηκε άπό τον επιστημονικό ορθολογισμό καί τελικά κατατροπώθηκε άπό τήν προσωπική ποίηση. Μιά εκλεπτυσμένη άρχαία τέχνη κατέληξε συνώνυμη τής φωνασκίας, τής αναίσχυντης κολακείας καί τής κυνικής υποδαύλισης τών συναισθημάτων τής μάζας. Σήμερα, στίς ΗΠΑ, ση­μαίνει νά μαθαίνουν οί πρωτοετείς πού πρέπει νά βάζουν άνω τελεία. Ή τέχνη τής ρητορικής, εντούτοις, πήρε έστω καί αργά τήν εκδίκησή της. Στίς σημειώ­σεις του επί τού θέματος, ό Φρήντριχ Νίτσε γράφει ότι ή μελέτη τής ρητορικής ως τέχνης δημόσιας πειθούς πρέπει νά παίζει δευτερεύοντα ρόλο στή μελέτη της ως συνόλου ρητορικών τρόπων καί σχημάτων – σχημάτων πού, όπως παρατηρεί, άποτελούν τήν »πιό αληθινή φύση» τής γλώσσας. Ό Νίτσε γενίκευσε τή ρητο­ρική (μέ τήν έννοια τού μεταφορικού ή μή κυριολεκτικού λόγου) στο σύνολο τού λόγου μας. ‘Ολόκληρη ή γλώσσα λειτουργεί μέ μεταφορές, μετωνυμίες, συνεκδο­χές, χιασμούς καί τά λοιπά κι αύτό σήμαινε ότι, άπό τήν άποψη τής αλήθειας καί τής έπικοινωνίας, ή γλώσσα ήταν εξ ολοκλήρου άναξιόπιστη.

Οί μεταδομιστές στοχαστές, όπως ό Ζάκ Ντερριντά καί ό Πώλ ντέ Μάν, άνέλαβαν νά αποδείξουν ότι ή επικοινωνία δέν θά ήταν δυνατόν νά λάβει ακρι­βώς χώρα, μέ τήν έννοια ότι δέν θά μπορούσε νά βρει άκριβώς τό στόχο. Ό ρασιοναλισμός είχε άποκηρύξει τή ρητορική ώς καθαρά διακοσμητική υπόθεση* όμως ή ρητορική του άντιγύρισε τή φιλοφρόνηση, ίσχυριζόμενη ότι ό ίδιος ό ορθός λόγος ήταν εμποτισμένος από μεταφορικά σχήματα από τή μιά άκρη ώς τήν άλλη. Ή ρητορική ήταν ή »πέμπτη φάλαγγα» στο στρατόπεδο του εχθρού.

Ηταν ή κρυμμένη άλήθεια όλης της γλώσσας. Τώρα, όμως, έργαζόταν γιά νά υπονομεύσει τήν αλήθεια, τή σημασία, τήν επικοινωνία καί τήν πολιτική δράση, πράγμα πού δέν ίσχυε σχεδόν καθόλου γιά τον Κικέρωνα ή τον Δημοσθένη. Είδαμε ήδη ότι ή αρχαία τέχνη της ρητορικής συνένωσε τή μελέτη της μετα­φορικής γλώσσας μέ τήν τέχνη τής επικοινωνίας όμως ή προηγούμενη έννοια τής ρητορικής στράφηκε εναντίον τής τωρινής. Είτε θά έχει κανείς μεταφορές είτε σταθερές σημασίες* καί τά δύο μαζί δέν γίνεται.

Αφού ή ποίηση ήταν ή εστία τής μεταφορικής γλώσσας, έθεωρεΐτο ξανά ρητορική – ρητορική μέ τή νιτσεϊκή έννοια τού ολισθηρού λόγου, οχι μέ τήν αρχαία έννοια τής δημόσιας εκφοράς του. Στήν ποίηση, έλεγε ή θεωρία, ή αλή­θεια καί ή σημασία υπονομεύονται θανάσιμα άπό τή μεταφορική φύση του μέσου από τό όποιο εκφράζονται. ‘Όπως παρατηρεί ό Μάν, »ή ποίηση κερδίζει τά μέγιστα σέ πειθώ, τήν ίδια ακριβώς στιγμή πού παραιτεΐται άπό κάθε δικαίωμα στήν αλήθεια». Λίγο παρακάτω θά δούμε πώς ή ποίηση μπορεί νά θεωρηθεί αλήθεια στή γλώσσα γενικότερα, μέ τήν έννοια ότι άποκαλύπτει πώς ή λεκτική μορφή διαμορφώνει τή σημασία. Τώρα, όμως, ήταν λές καί ή ποίηση αποκά­λυπτε τήν αλήθεια τής άναλήθειας τής γλώσσας γενικότερα.

Όπότε, ή προκατάληψη ότι ή ποίηση άσχολεΐται πάνω απ’ όλα μέ συγκεκρι­μένα έπιμέρους, στήν πραγματικότητα είναι άρκετά πρόσφατη. Άπό μία άπο­ψη, βέβαια, ξεκινά άπό τον Πλάτωνα, ο όποιος είδε τήν ποίηση ώς έναν ασυ­γκράτητο όχλο απειθάρχητων στοιχείων, καί τήν εξόρισε άπό τήν ιδανική του πολιτεία γιά τούς ίδιους περίπου λόγους πού άπέβαλε τή δημοκρατία. Ό Α­ριστοτέλης, άπό τήν άλλη, θεώρησε τήν ποίηση ενασχόληση μέ τά οικουμενικά* ενώ γιά κάποιους πρώιμους χριστιανούς θεολόγους, όπως ό άγιος Αύγουστίνος, τό νά προσηλώνεται κανείς στο έπιμέρους ώς αύτοσκοπό, αντί νά τό ερμηνεύει «σημειωτικά», ώς σημάδι τής παρουσίας του Θεού στον κόσμο, ήταν άσέβεια. Στήν πραγματικότητα, μόνο μέ τήν άνάπτυξη τής σύγχρονης αισθητικής, στά μέσα του 18ου αιώνα κι έπειτα, μέ τήν άνθηση του Ρομαντισμού, εισέβαλε στή λογοτεχνική σκηνή ή ιδέα ότι ή συγκεκριμένη μερικότητα είναι πολύτιμη άπό μόνη της. Ή υπόθεση ότι ή ποίηση άσχολεΐται μέ τό αισθητικά μερικό καί ότι δυσπιστεΐ μπρος στίς γενικές ιδέες, άναμφίβολα θά έξέπληττε πολύ τον Α­ριστοτέλη, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ, τον Μίλτον, τον Πόουπ καί τον Τζόνσον. Θά ήταν καινούργια άκόμα καί γιά μεγάλο μέρος τών Ρομαντικών. Δέν υπάρχει σχεδόν καθόλου αισθητική μερικότητα στον Γουέρτζγουερθ. Δέν έχουν άσπα- στεΐ όλοι οι ποιητές τό επικίνδυνο δόγμα πώς μόνο αύτό πού νιώθουμε μέ τούς παλμούς είναι αληθινό. Είναι μια πεποίθηση πού χαρακτηρίζει τούς νεοφασί- στες τουλάχιστον όσο καί τούς δημιουργικούς καλλιτέχνες. Ή αμηχανία μπρος στις γενικές ιδέες μπορεί νά αποτελεί γνώρισμα τόσο του άφιλότεχνου όσο καί του ποιητή.

Έν πάση περιπτώσει, αν κάποιοι Ρομαντικοί έπέμεναν στην αισθητική μερικότητα του ποιήματος, ήταν επίσης διατεθειμένοι νά μιλήσουν καί γιά τήν οικουμενική του φύση. Ή συμφιλίωση αύτών των δύο φαινόταν δύσκολη. ‘Ό­πως καί νά ’χει, υπήρχε μιά βολική λύση, γνωστή ως σύμβολο. Τό σύμβολο των Ρομαντικών υποτίθεται ότι δίνει σάρκα καί οστά σέ μιά οικουμενική αλήθεια μέ μιά μοναδικά συγκεκριμένη μορφή. Κατά μυστηριώδη τρόπο συνδυάζει τό ατομικό μέ τό καθολικό, σχηματίζοντας ανάμεσα στά δύο ενα άπευθείας κύ­κλωμα, τό όποιο παρακάμπτει τή γλώσσα, τήν ιστορία, τήν κουλτούρα καί τή λογική. Γιά νά διεισδύει κανείς στήν ούσία του τι κάνει ενα πράγμα αύτό πού είναι μέ μοναδικό τρόπο, πρέπει νά ανακαλύψει τό ρόλο του στο κοσμικό σύνολο. Αυτή ή ιδέα διέπει σταθερά τον δυτικό πολιτισμό, από τις Ιδέες τού Πλάτωνα καί τις Μονάδες του Λάιμπνιτς ως τό Παγκόσμιο Πνεύμα του Χέγκελ, τά σύμβολα τού Κόλεριτζ καί τά «π^οαρβ» τού Τζ. Μ. Χόπκινς. Στήν περίπτωση τής ποίησης, αύτό σήμαινε μεταφρασμένο μέ λιγότερο ύψιπέτες όρους ότι οι ποιητές διέθεταν πλέον δύο τρόπους γιά νά άποφύγουν τήν πραγματική ιστορία. Μπορούσαν νά κοιτάξουν «κάτω» άπό αύτήν, στο άνείπωτα μερικό, ή νά υψω­θούν από πάνω της, στις οικουμενικές αλήθειες. Μέ τή βοήθεια τού συμβόλου, μπορούσαν νά τά κάνουν καί τά δύο ταυτόχρονα.

Αφού έγινε υπερβατική, ή ποίηση στή Ρομαντική περίοδο σταδιακά άποκό- πηκε από τον δημόσιο κόσμο, κινούμενη προς τά πάνω καί προς τά μέσα. Αύτή ακριβώς ή άπόστασή της άπό τή δημόσια σφαίρα τής έπέτρεψε νά λειτουργήσει ώς κριτική γι’ αύτήν καί, ως εκ τούτου, νά συνδεθεί μαζί της κατά κάποιο τρόπο. Ή φαντασία πετούσε ψηλότερα άπό τήν πεζή πραγματικότητα, άλλά σέ ποιητές όπως ό Μπλέηκ καί ό Σέλεϋ εμφανιζόταν ακόμα ώς μεταρρυθμιστική πολιτική δύναμη. Θά μπορούσε νά προξενήσει τήν εμφάνιση συναρπαστικών νέων δυνατοτήτων κοινωνικής ύπαρξης* θά μπορούσε νά έπιμείνει στήν αντίθε­ση μεταξύ τών μεγαλειωδών ενεργειών της καί τής άχρωμης μηχανιστικής κοινωνικής τάξης. Ή ποίηση θά μπορούσε νά διαμορφώσει έναν τύπο ανθρώ­πινης δημιουργικότητας, μαζί μέ ούσιώδεις καί όχι έργαλειακές σχέσεις, οι όποιες σπάνιζαν όλο καί περισσότερο στή βιομηχανική κοινωνία ώς σύνολο.

Στή βικτωριανή ’Αγγλία, αύτή ή έννοια τής φαντασίας ώς πολιτικής δύναμης σταδιακά έξασθένισε. Εξακολουθούσε νά λειτουργεί εύγλωττα στά έργα τού Τζών Ράσκιν καί τού Γουίλλιαμ Μόρρις* όμως τήν ποίηση, σύμφωνα μέ τον Τζών Στιούαρτ Μίλ, τώρα πιά περισσότερο τήν κρυφάκουγες παρά τήν άκουγες. Είχε άποσυρθεΐ άπό τή δημόσια αγορά στο σαλόνι. ’Αφού άρχισε τή ζωή της ώς παρακλάδι τής ρητορικής, έγινε τό άκριβές άντίθετό της. Παρότι οι πιο διακεκριμένοι ποιητές της εποχής έχαιραν τεράστιας δημόσιας εκτίμησης, ή ίδια ή ποίηση είχε γίνει ιδιωτική. Ό Τένυσον μπορεί να κατείχε τη δημόσια θέση του Εθνικού Ποιητή, άλλα τα πιο έξοχα έργα του ήταν περισσότερο λυρικά παρά επικά, πιό διστακτικά καί ένδοσκοπικά παρά εύρωστα καί στρατευμένα.

Γιά τούς ρασιοναλιστές καί τούς έμπειριστές, ό περίτεχνος λόγος άποσπούσε την προσοχή άπό τά γεγονότα. Οι συνήθεις διανθήσεις υποχωρούσαν μπρος στις άπτες έρευνες. Έάν, γιά παράδειγμα, επιθυμούσες νά αντιμετωπίσεις τις κοι­νωνικές αδικίες, έπρεπε νά γνωρίζεις μέ νηφάλιο πεζό πνεύμα πώς έχουν τά πράγματα γιά άντρες καί γυναίκες οι εξάρσεις της ρητορικής ή της φαντασίας ήταν απίθανο νά βοηθήσουν. Αύτές άποτελούσαν προνόμιο εκείνων πού ένέδιδαν στις ιδιοτροπίες τους, ενώ άλλοι δέν είχαν νά φάνε. Τά λογοπαίγνια ήταν εχθροί της ευημερίας. Τά συναισθήματα δέν άποτελούσαν τρόπο πρόσβασης στον κό­σμο, αλλά συναισθηματικό ή δημαγωγικό περισπασμό. Ή άναδυόμενη δημο­κρατία ανησυχούσε άπό τις τυραννικές προεκτάσεις της ρητορικής – ειρωνεία, άν σκεφτεΐ κανείς την πολιτική της προέλευση* δυσπιστούσε όμως άπέναντι στή λαϊκίστικη ρητορική πού ίσως διήγειρε τά αναρχικά πάθη τού όχλου.

Ό Ρομαντισμός άποτέλεσε, μεταξύ άλλων, εκδίκηση τής ποίησης σ’ αύτό τό μάλλον άτονο είδος ορθού λόγου τού Διαφωτισμού. Εντούτοις, ή ποίηση άντιτασσόταν πλέον στή ρητορική, όπως φαίνεται στήν προγραμματική εισαγωγή στις Λυρικές Μπαλάντες τού Γουέρτζγουερθ καί τού Κόλεριτζ. Ρητορεία εξα­κολουθούσε νά σημαίνει παραπλανητικός, δημαγωγικός δημόσιος λόγος* τώρα πιά, όμως, δέν τής άντιστεκόταν ή ορθολογική έρευνα ή ή άνιδιοτελής επιστήμη, άλλά οι αλήθειες τής ανθρώπινης καρδιάς. Ή ποίηση άντιμαχόταν ένα είδος λόγου πού πρόδηλα μάς επιτίθεται. ’Αντίθετα μέ τήν κλασική ρητορική, πού δέν σήμαινε τίποτα άν δέν είχε κοινό πού άντιδρούσε, ήταν εξαιρετικά άμφίβολο άν ή ποίηση διέθετε καθόλου ακροατήριο. ’Ίσως ό ποιητής, όπως έξοχα τό έθεσε ό Σέλεϋ, ήταν απλώς ένα αηδόνι πού τραγουδούσε στο σκοτάδι. ’Απουσία εξα­σφαλισμένου κοινού, δημιουργήθηκε καινούργιος συρμός γιά τον εμπνευσμένο συγγραφέα. Μέ τούς ’Άγγλους Ρομαντικούς, όπως ό Γ ουέρτζγουερθ, ό Κόλεριτζ, ό Μπλέηκ, ό Σέλεϋ, ό Κήτς καί ό Μπάυρον, ή ποίηση εξακολουθούσε νά άσχολεΐται με ζήλο με τή δημόσια σφαίρα όμως ή λέξη «δημόσιος» προσλάμβανε μειωτικές προεκτάσεις, καί ή ποίηση μιλούσε μια γλώσσα εντελώς δια­φορετική από τό εμπόριο, την επιστήμη καί τήν πολιτική. ’Αποτελούσε μέρος μιας σφαίρας πού κάποιος θά μπορούσε νά πει ότι βρισκόταν στον αντίποδα της δημόσιας, άλλά δέν είχε γίνει ακόμα ιδιωτική, όπως θά γινόταν, ούσιαστικά, άπό κάποιους υστέρους ρομαντικούς καλλιτέχνες.

Σ’ εκείνο περίπου τό σημείο ήρθε στον κόσμο ένα φαινόμενο όνόματι Λογο­τεχνία. Ή λέξη «λογοτεχνία» κάλυπτε πρωτύτερα διάφορα είδη γραφής, καί τεκμηρίωσης καί μυθοπλασίας* τώρα όμως αποτελούσε σημάδι ότι οι άρετές κάθε είδους γραφής είχαν συνοψιστεί σέ ένα, αλλόκοτα εύνοημένο, είδος: τήν ποίηση. Ή ποίηση ήταν ή κατάσταση τήν όποια επιδίωκε κάθε αύθεντικό είδος γραφής. Ή «λογοτεχνία» ήταν μάλλον ζήτημα συναισθημάτων παρά γεγονό­των, αφορούσε περισσότερο τό υπερβατικό παρά τό επίγειο, τό μοναδικό καί τό πρωτότυπο παρά τό κοινωνικά συμβατό. Ή ποίηση άποστρεφόταν τις αφαιρέ­σεις καί άσχολιόταν μόνο μέ τό ειδικό καί τό άτομικό. Τήν άπασχολοΰσε αύτό πού νιώθει κανείς στούς παλμούς, οχι οι γενικές έννοιες. ’Από τήν άποψη αύτή, ή θεωρία τής ποίησης είναι σχήμα οξύμωρο. Δέν μπορεί νά υπάρξει επιστήμη του συγκεκριμένου. Δέν ύφίσταται συστηματική γνώση του άτόμου. ‘Υπάρχει επιστήμη των εκατομμυρίων άτόμων, γνωστή ώς δημογραφία, κοινωνιολογία ή άνθρωπολογία, αλλά δέν μπορεί νά γίνει επιστημονική μελέτη γιά τον άπόστρα- το ναύαρχο στήν πιο κάτω αγροικία.

Ή ρητορική, λοιπόν, αποτελούσε είδος θεωρίας του λόγου, άξεχώριστο άπό τούς πολιτικούς, νομικούς καί θρησκευτικούς θεσμούς του αρχαίου κράτους. Γεννήθηκε στή διασταύρωση του λόγου καί της εξουσίας. Ό Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος παραδίδει δτι ό Ιούλιος Καίσαρας, δπως καί οι αύτοκράτορες Αύγου­στος, Τιβέριος, Καλιγούλας καί Κλαύδιος, ήταν δεινοί ρήτορες. ‘Όμως ή τέχνη της ρητορικής δέν άποτελοΰσε άπλώς δπλο στά χέρια τών αύτοκρατόρων. Λόγω της άρχής δτι δλοι οι πολίτες πρέπει νά διδάσκονται νά μιλούν καλά, συνδεόταν στενά μέ τήν άρχαία ελληνική δημοκρατία. Γιά τούς ‘Έλληνες, ελεύθερος ήταν εκείνος πού μπορούσε νά πειστεί μέ τά λόγια παρά, δπως οι σκλάβοι ή οι ξένοι, νά εξαναγκαστεί διά της βίας. Ή γλώσσα ήταν λοιπόν ή υπέρτατη ιδιότητα ή όποια διαφοροποιούσε τούς ελεύθερους καί ισότιμους πολίτες άπό τούς υποτε­λείς τους, άνθρώπους καί ζώα.

Μόλις πέρασαν αύτές οι πολιτικές συνθήκες, παρακμή πού παρατηρεΐται ήδη άπό τήν ύστερη ρωμαϊκή αύτοκρατορία, ή ρητορική άποκόπηκε άπό τήν καθη­μερινή κοινωνική ζωή* κατά τό Μεσαίωνα εξακολούθησε νά φθίνει, γιά νά καταλήξει άποστειρωμένος κατάλογος ποιητικών καί ρητορικών σχημάτων λόγου. ’Αποτελούσε περισσότερο ενασχόληση τών λογιών καί λιγότερο τών πολιτών, ενασχόληση πού ένέπιπτε περισσότερο στή μελέτη καί λιγότερο στή δημόσια σφαίρα. Γενικά, ή ρητορική είχε υποταχτεί στή λογική. Ή τέχνη αναγεννιόταν θριαμβευτικά μέ τον ούμανισμό τής ’Αναγέννησης, ή όποια κράδαινε τή ρητο­ρική ώς κύριο δπλο της ενάντια στούς σχολαστικούς φιλοσόφους καί θεολόγους τού Μεσαίωνα. Γ ιά μία ακόμα φορά, σέ μιά εποχή πολέμων, αύτοκρατορικού επεκτατισμού καί βαθιάς κοινωνικής αλλαγής, τό ζήτημα τού πολιτικού λόγου μέ σκοπό τήν πειθώ ήρθε στο προσκήνιο. Σταδιακά, δμως, ή ρητορική υποβι­βάστηκε σέ ζητήματα ύφους ή έντάχθηκε στήν ποιητική, άπεκδυόμενη τις δημόσιες, πολιτικές λειτουργίες της. ’Αργότερα, καθώς ή εύγλωττία καί ή μεταφορά θεωρούνταν ύποπτες σέ μιά εποχή επιστημονικού ορθολογισμού, ή λέξη «ρητορεία» απέκτησε μερικές άπό τις αρνητικές συνδηλώσεις πού έχει γιά μάς σήμερα: στόμφος, αέρας κοπανιστός, παραπειστική χειραγώγηση. Ή ση­μασία είχε διαγράψει έναν πλήρη κύκλο, δεδομένου δτι αύτή τήν έννοια είχε περίπου γιά τον Πλάτωνα στις λογομαχίες του μέ τούς Σοφιστές.

Γιά τον αρχαίο κόσμο, ή ρητορική ήταν γλώσσα ώς δημόσιο γεγονός καί κοινωνική σχέση. ’Άν ήταν έπιτελεστική, ήταν καί διαλεκτική, ώς μορφή λόγου πού συνεχώς κρυφάκουγε τον εαυτό της στά αφτιά τών άλλων. Ή θεώρηση αύτή δέν θά έπιβίωνε γιά πολύ μετά τήν εφεύρεση τής τυπογραφίας ή τήν έξάπλωση του ορθολογισμού. Ώς τό 17ο αιώνα, οι μεταφορικές περικοκλάδες καί ή πα­θιασμένη καλλιέπεια θεωρούνταν εμπόδιο στην πρόσβαση στην αλήθεια καί οχι μέσο γιά την κατάκτησή της. Τα πάθη καί οι μεταφορές θόλωσαν την αντικει­μενική θέαση του κόσμου, καί ή ρητορική περιλάμβανε καί τά δύο. Ό Τζών Λόκ, πατέρας της σύγχρονης φιλοσοφίας, καταδικάζει τή ρητορική στο Δοκίμιο γιά την ανθρώπινη νόηση, ώς ((ισχυρό εργαλείο σφάλματος καί παραπλάνησης». Ή ρητορική συνάρπαζε άκόμα τούς λογίους τό 18ο αιώνα, ειδικά τούς συγγραφείς του Διαφωτισμού στή Σκοτία. Γενικώς, πάντως, ή άλήθεια στήν εποχή τού Διαφωτισμού είχε γίνει μή προφορική, μή ποιητική, ανεξάρτητη άπό τό πλαίσιο καί μή συναισθηματική. Τδεωδώς, ήταν έξ ολοκλήρου ανεξάρτητη άπό τή γλώσσα, αφού ή γλώσσα -τό ίδιο τό μέσο της αλήθειας- δυνητικά ήταν εμπόδιο γι’ αυτήν. Ή άσάφεια των λέξεων εμπόδιζε τή διαύγεια των νοημάτων. Ή αλήθεια εξειδικευόταν καί κατακερματιζόταν συνεχώς κι άφού ή ρητορική ισχυριζόταν ότι ήταν οικουμενικός λόγος, περιέπιπτε ολοένα καί περισσότερο σέ αχρησία.

δυνάμεις πού δέν περιλαμβάνουν μόνο τό συγγραφέα, αλλά πολλά περισσότερα. Γιά τούς κριτικούς αύτούς, δέν υπήρχε ανυπόκριτη επιλογή μεταξύ «ιστορίας» καί «τυπωμένων λέξεων». Είτε ήσαν φιλόλογοι είτε «εραστές της γλώσσας», τό πάθος τους γιά τη λογοτεχνία συνδεόταν μέ μιά δέσμευση μέ πολιτισμούς ολόκληρους. Τι είναι ή γλώσσα εκτός από δεσμός πού συνδέει τά δύο; Ή γλώσσα είναι τό μέσο από τό όποιο ό πολιτισμός καί ή κουλτούρα -ή λογοτεχνία καί ή άνθρώπινη κοινωνία- αποκτούν συνείδηση· καί ή λογοτεχνική κριτική άποτελεΐ, ώς εκ τούτου, εύαισθησία στήν πυκνότητα καί τήν περιπλοκότητα του μέσου πού μάς κάνει αύτό πού είμαστε. Παρακολουθώντας καί μόνο τό δικό της χαρακτηριστικό άντικείμενο, μπορεί νά προκαλέσει θεμελιώδεις επιπλοκές στο πεπρωμένο ολόκληρης της κουλτούρας.

‘Ένας άλλος σημαντικός φιλόλογος, ό Φρήντριχ Νίτσε, κήρυττε διαρκώς τήν άξια του νά γνωρίζει κανείς νά διαβάζει καλά. Αύτοπαρουσιάζεται ώς διδά­σκαλος της «αργής» άνάγνωσης καί τή θεωρεί τομή σέ πείσμα μιας εποχής παθιασμένης μέ τήν ταχύτητα. Ή προσεκτική ανάγνωση είναι γιά τον Νίτσε μιά κριτική της νεωτερικότητας. Ή προσοχή στήν αίσθηση καί τή φόρμα των λέξεων ίσοδυναμεΐ μέ άρνηση νά τις μεταχειριστεί κανείς μέ καθαρά έργαλεια- κό τρόπο καί, ώς έκ τούτου, μέ άρνηση ενός κόσμου στον όποιο ή γλώσσα φθείρεται καί γίνεται σάν τσιγαρόχαρτο άπό τό εμπόριο καί τή γραφειοκρατία. Ό νιτσεϊκός ‘Υπεράνθρωπος δέν χρησιμοποιεί e-mail. Κι όμως, αυτή ή σχέση μεταξύ πολιτικής καί κειμενικότητας έχει τις ρίζες της στο παρελθόν, καί δή στο απώτερο – στήν παλαιότερη μορφή λογοτεχνικής κριτικής πού γνωρίζουμε, τή ρητορική του άρχαίου κόσμου.

Καθ’ όλη τήν ύστερη άρχαιότητα καί τό Μεσαίωνα, αύτό πού σήμερα ονο­μάζουμε κριτική ήταν γνωστό ώς ρητορική καί ή λέξη αύτή στον αρχαίο κόσμο είχε καί κειμενική καί πολιτική σημασία.9 Σήμαινε καί τή μελέτη των ρητο­ρικών σχημάτων λόγου καί τήν τέχνη του δημόσιου λόγου μέ στόχο τήν πειθώ. Αύτά τά δύο ήταν άλληλοεξαρτώμενα: υπήρχαν διαθέσιμοι έπαγγελματίες ρή­τορες πού σέ συμβούλευαν μέ ποιά σχήματα λόγου μπορούσες νά πετύχεις καλύτερα τό πολιτικό αποτέλεσμα πού ήθελες. Οι άρχαΐοι αναγνώριζαν μιά ειδική ποικιλία λόγου, γνωστή ώς ποίηση* αλλά δέν υπήρχε αύστηρή διάκριση άνάμεσα σ’ αύτήν καί σέ άλλα είδη λόγου. Ή ρητορική ήταν ή μητέρα επιστή­μη, ενώ ή ποίηση, όπως καί ή ιστορία, ήταν άπλώς παρακλάδια της. ~Ηταν ένα είδος μετα-λόγου, πού όριζε τή διαδικασία επιτυχούς επικοινωνίας γιά όλες τις μορφές γλώσσας. Ό στόχος της μελέτης στυλιστικών στρατηγικών ήταν πο­λιτικός: να γνωρίζεις πώς να τις χρησιμοποιήσεις μέ τον αποτελεσματικότερο τρόπο στη δική σου ρητορεία. Ό γεμάτος χάρη λόγος καί ή σοφή σκέψη θεω­ρούνταν στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα. ‘Ένα αισθητικό σφάλμα μπορεί νά οδηγούσε σέ κακό πολιτικό υπολογισμό.

Όμως, οι αρκετά βαθιές κρίσεις πολιτιστικής φόρμας συνήθως είναι καί ιστο­ρικές κρίσεις.

Κοιτώντας τα ιστορικά σημεία κορύφωσης της λογοτεχνικής κριτικής γινό­μαστε μάρτυρες ενός είδους διττής προσήλωσης: στήν υφή καί στο υλικό των λογοτεχνικών έργων, άπό τή μια, καί στα πολιτιστικά τους συμφραζόμενα, άπό τήν άλλη. Αύτό άληθεύει εξίσου για τήν κριτική στούς Ρομαντικούς όσο καί για τή λεγόμενη σχολή του Κέιμπριτζ των Φ.Ρ. Λήβις, Ι.Α. Ρίτσαρντς καί Γουίλ- λιαμ Έμπσον. Είναι τό ορόσημο για μερικούς άπό τούς κορυφαίους μελετητές τής λογοτεχνίας: ό Μιχαήλ Μπαχτίν, ό Έριχ Άουερμπαχ, ό Βάλτερ Μπένγια- μιν, ο Έρνστ Ρόμπερτ Κούρτιους, ό Κέννεθ Μπέρκ, ό Έντμουντ Γουίλσον, ό Λάιονελ Τρίλλιγκ, ό Έντουαρντ Σαΐντ. Σέ σχεδόν όλους αύτούς τούς κριτικούς υπονοείται μιά πολιτική στήν ενδελεχή έρευνα του λογοτεχνικού κειμένου. Δέν είναι τυχαίο πού ό Γουίλλιαμ ’Έμπσον, ό όποιος άνέλυσε τά ποιήματα μέ μεγαλύτερη επιμέλεια άπό τούς προγενέστερους κριτικούς, ήταν επίσης ένας φιλελεύθερος μέ σοσιαλιστικές τάσεις, ό όποιος άποβλήθηκε άπό τό Πανεπι­στήμιο του Κέιμπριτζ για ύποτιθέμενη άνάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά καί, εν συνεχεία, δίδαξε υπό άρκετά δυσχερείς συνθήκες στήν Κίνα καί τήν Ιαπωνία. Ή διορατικότητα του ’Έμπσον ως προς τήν ποιητική άμφισημία σήμαινε επίσης ότι ήταν άνοιχτός στα άντικρουόμενα είδη πολιτιστικής σημα­σίας, περιλαμβανομένων καί εκείνων πού φαίνονταν άλλότρια σέ ’Άγγλους εύγενεΐς, όπως έκεΐνος. Ό ’Έμπσον, γόνος ξεπεσμένων γαιοκτημόνων του Γιορκσάιρ, επαναστάτησε κατά τού άριστοκρατικοΰ περιβάλλοντος του καί έγινε ό εκκεντρικός, ό άντιφρονών, τό μαύρο πρόβατο ή σαγήνη πού του άσκοΰ- σαν οι κειμενικές παραφωνίες καί οι πολλαπλές σημασίες συνδεόταν στενά μέ τον πνευματικό άντικομφορμισμό του.

Παρομοίως, ή εστίαση του Φ.Ρ. Λήβις στήν αισθητική λεπτομέρεια των ποιημάτων άντικατόπτριζε, μεταξύ άλλων, τήν εναντίωσή του σέ μιά βιομη­χανική τάξη ή όποια διεπόταν -έτσι ένιωθε- άπό τήν άφαίρεση καί τή χρηστι- κότητα. Ή ποίηση, καίτοι εμμέσως, άποτελοΰσε μιά μορφή πολιτικής κριτικής. Γιά τον Ι.Α. Ρίτσαρντς, τό διακριτικό άντίβαρο τού ποιήματος άποτελοΰσε συντελεστή διόρθωσης σέ μιά άστική κοινωνία στήν όποια είχαν πάψει νά ενσωματώνονται αρμονικά οι άνθρώπινες παρορμήσεις. ‘Όλοι αύτοί οί κριτικοί, μαζί μέ οσους προανέφερα, άνταποκρίνονταν έντονα στήν κοινωνική ιστορία, όσο νοσταλγικός ή ίδεαλιστικός κι άν ήταν ό τρόπος τους. Εντούτοις, γιά νά υιοθετήσω μιά φράση του Fredric Jameson, ταυτόχρονα όλοι τους αισθάνονταν μιά «υποχρέωση νά συμβιβαστούν μέ τή μορφή των ίδιων των μεμονωμένων προτάσεων». Κατά τήν άποψή τους, αύτή ή υποχρέωση περιλάμβανε επίσης νά συμβιβαστούν μέ τις δυνάμεις πού βοήθησαν στή διαμόρφωση των προτάσεων,