(από το 4-5 τεύχος της ΚΟΜΕΠ το οποίο προτείνω ν’ αγοράσετε)
του Αποστόλη Παππά
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το αποτέλεσμα των εκλογών επιβεβαιώνει την εκτίμηση του ΚΚΕ για την επιχειρούμενη αντιδραστική αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Ο παλιός δικομματισμός ΝΔ -ΠΑΣΟΚ έδωσε τη θέση του προς το παρόν σ’ έναν κεντροδεξιό πόλο με πυρήνα τη ΝΔ και έναν κεντροαριστερό με πυρήνα το ΣΥΡΙΖΑ. Στοιχείο αυτής της αναμόρφωσης είναι και η συντονισμένη επιδίωξη να ενταχθεί και το ΚΚΕ στον κεντροαριστερό ή «αριστερό» πόλο, ώστε να ακυρωθεί οποιοσδήποτε μελλοντικός κίνδυνος από την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και της λαϊκής συμμαχίας του σε γραμμή σύγκρουσης-ρήξης-ανατροπής. Γι’ αυτό άλλωστε στην προεκλογική περίοδο και ύστερα από αυτήν η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για δημιουργία κυβέρνησης της αριστεράς αξιοποιήθηκε ως μοχλός για την άσκηση πίεσης στο ΚΚΕ, προκειμένου να προσαρμόσει τη στρατηγική του στα πλαίσια της εξουσίας του κεφαλαίου.
Παρόλο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε ακόμα κυβερνητικό κόμμα, παρόλο που ακόμα δεν είναι σαφές κατά πόσο θα αφομοιωθούν στο ΣΥΡΙΖΑ οι δυνάμεις που αποχώρησαν από το ΠΑΣΟΚ και τον στήριξαν προεκλογικά, ωστόσο ως αξιωματική αντιπολίτευση αναλαμβάνει πλέον ρόλο δύναμης αστικής κυβερνητικής εναλλαγής, πράγμα που σημαίνει ότι όσο θα ενισχύονται τα σοσιαλδημοκρατικά του χαρακτηριστικά, τόσο θα χάνει το χαρακτήρα του ως βασικός φορέας του οπορτουνισμού.
Ο νέος ρόλος που αναλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα οδηγεί αργά ή γρήγορα στην ανάδειξη του αστικού σοσιαλδημοκρατικού διαχειριστικού χαρακτήρα της πολιτικής του πρότασης, ενώ θα τροφοδοτήσει ανακατατάξεις στο εσωτερικό του και στον ευρύτερο οπορτουνιστικό χώρο. Ετσι ενισχύονται και οι διεργασίες για τη διαμόρφωση και ενός «τρίτου πόλου στην αριστερά» που θα εκφράζει πιο καθαρά το οπορτουνιστικό ρεύμα.
Χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα «Ισκρα» αναφέρεται: «…το κύριο πρόβλημα για την αριστερά σήμερα είναι πώς θα καταφέρει να μορφοποιήσει έναν τρίτο, ανύπαρκτο σήμερα, πόλο, ο οποίος θα αναλάβει να σηκώσει το βάρος των επερχόμενών συγκρούσεων…».(1)
Υποστηρίζεται επίσης ότι υπάρχει «…ανάγκη ΣΗΜΕΡΑ μιας αριστερής κριτικής στο ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που το ΚΚΕ, έτσι κι αλλιώς, έχει σταθεί ανίκανο να κάνει. Χωρίς μια τέτοια συζήτηση ούτε καν σκέψη μπορεί να γίνεται για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τα δύσκολα που θα βρούμε μπροστά μας […] η επισήμανση των αδυναμιών του ΣΥΡΙΖΑ, των αντιφάσεων και των υπαναχωρήσεών του, μόνο ενισχυτικά μπορεί να λειτουργήσει [… ] Στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί (και μακάρι εδώ να διαψευστώ, αλλά με ευχολόγια κανείς δεν έφτασε ποτέ πουθενά) η ίδια η ζωή θα ζητά έναν αριστερό πόλο οργάνωσης της λαϊκής πάλης και αφομοίωσης της πείρας από την πάλη αυτή. Ενα ρόλο που, δυστυχώς, το ΚΚΕ με την πορεία που έχει πάρει και τα χαρακτηριστικά που έχει πλέον παγιοποιήσει, δε δείχνει ότι μπορεί να παίξει».(2)
Στις ζυμώσεις για τον «τρίτο πόλο» εντάσσονται αντικειμενικά δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το «Αριστερό Ρεύμα» του ΣΥΝ, το «Μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής» με επικεφαλής τον Αλέκο Αλαβάνο και ιδιαίτερα οι δυνάμεις του ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στις οποίες θα αναφερθούμε κυρίως στο παρόν άρθρο.(3)
Οι παραπάνω δυνάμεις έχουν παραπλήσιες βασικές θέσεις, υπάρχει αλληλοπροβολή των θέσεων τους,(4) πραγματοποιούν κοινές εκδηλώσεις, ενώ προεκλογικά ανιχνεύτηκε μέχρι και το ενδεχόμενο κοινής εκλογικής καθόδου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το «Μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής».
Πρόκειται για οπορτουνιστικές δυνάμεις που σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης «ανακαλύπτουν» ξανά το κομμουνιστικό παρελθόν τους, κρύβοντας τα «νεοαριστερά» χαρακτηριστικά τους που είχαν στην πρώτη γραμμή σε συνθήκες ήττας και υποχώρησης του κινήματος. Θυμίζουμε π.χ. ότι το ΝΑΡ με τη συγκρότησή του στις αρχές της δεκαετίας του 1990 απέρριψε το μαρξισμό-λενινισμό ως επιστημονική θεωρία και υποστήριξε ότι το κομμουνιστικό κίνημα ξεπεράστηκε. Γι’ αυτό το λόγο απέρριψε το «κομμουνιστικό» ως προσδιοριστικό στοιχείο του «κόμματος», όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Εγκατάλειψε ως στόχο τη «δικτατορία του προλεταριάτου», την οποία και έβαζε σε αντιπαράθεση με την «εργατική δημοκρατία»(5). Ταυτόχρονα υιοθετούσε και πρόβαλλε αναρχοαυτόνομες-φιλελεύθερες (αστικές στην ουσία) αντιλήψεις για το «κόμμα», την «πρωτοπορία» και την «τάξη»(6). Από τη δεκαετία του 1990 πρόβαλλε αντιεπιστημονικές θεωρίες για το χαρακτήρα της εποχής, υποστηρίζοντας ότι ο καπιταλισμός μπήκε στο στάδιο του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού», απορρίπτοντας τη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, το στάδιο δηλαδή που ο καπιταλισμός «σαπίζει και πεθαίνει».
Το ΝΑΡ στο τελευταίο του Πανελλαδικό Σώμα προαναγγέλλει τη μετονομασία του με «κομμουνιστικό» τίτλο: «Να ανασυγκροτηθεί το ΝΑΡ [… ] ώστε από το σημερινό ΝΑΡ να φτάσουμε μέσα από μια σχεδιασμένη πορεία σε ένα μαζικό “κομμουνιστικό ” ΝΑΡ, ως βήμα συνεισφοράς στο σύγχρονο κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Τη μετονομασία του ΝΑΡ. Μετονομασία τέτοια που να συνδέεται με το στόχο συγκρότησης του κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης».(7)
Η αλλαγή ονόματος και η «αυτοκριτική» του ΝΑΡ γιατί παλιότερα υιοθέτησε την «απόρριψη του “Κ” ως προσδιοριστικού στοιχείου για το επαναστατικό κόμμα»(8) δεν πρέπει να τροφοδοτήσει αυταπάτες για το χαρακτήρα του. Πρόκειται για μια οπορτουνιστική προσαρμογή που φαίνεται από το πώς τοποθετείται στο ζήτημα της «Αριστεράς» και ειδικότερα της «συμμετοχής της Αριστεράς στην κυβέρνηση» στο έδαφος του καπιταλισμού.
Από αυτή τη σκοπιά χαρακτηρίζει την κριτική του στο ΣΥΡΙΖΑ ως«εποικοδομητική», σε αντίθεση με την «καταστροφολογική» -όπως τη χαρακτηρίζει- κριτική του ΚΚΕ.
Η εξέλιξη αυτή είναι ενταγμένη στα πλαίσια γενικότερων διεργασιών στο χώρο του οπορτουνισμού. Το «Αριστερό Ρεύμα» του ΣΥΝ για παράδειγμα πριν λίγο καιρό έκανε αναφορά σε «νεομπολσεβικισμό». Να τι γράφει χαρακτηριστικά στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που χαρακτηρίζει μάλιστα τη «συμμετοχή της αριστερός» σε κυβέρνηση ως «κατάθεση ελπίδας»: «Ο πυρήνας της κριτικής που κάνει σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με την ηττοπαθή και καταστροφολογική πολεμική που κάνει το ΚΚΕ, αυτή την αντίφαση προσπαθεί να αναδείξει. Η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβέρνηση, καθαυτή μια κατάθεση ελπίδας από τη μεριά των λαϊκών μαζών, πρέπει να σημαίνει και αριστερή διακυβέρνηση: δηλαδή ρήξη πραγματική με την κυρίαρχη πολιτική, ενεργοποίηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του αγωνιζόμενου λαού να αγκαλιάσει και να μπολιάσει ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού».(9)
Δηλαδή δε βλέπει την κυβέρνηση ως προϊόν ρήξης του εργατικού και λαϊκού κινήματος με την οικονομική κυριαρχία και την πολιτική εξουσία του κεφαλαίου, αλλά ως αστική κοινοβουλευτική διαδικασία που θα χρησιμοποιηθεί από τον αγωνιζόμενο λαό για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αλλά δεν πρόκειται για πρωτότυπη «αριστερή» ή «νεοκομμουνιστική» τοποθέτηση. Είναι η παμπάλαια ρεφορμιστική-σοσιαλδημοκρατική γραμμή που στο στρατηγικό ζήτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» απαντά «μεταρρύθμιση».
Η κριτική προς το ΣΥΡΙΖΑ γίνεται από τη σκοπιά της έλλειψης συνέπειας στο «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα», στη δεξιά παρέκκλιση από αυτό.
Το στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε βγάζει κανένα συμπέρασμα από την «τύχη» των «σοσιαλδημοκρατικών» προγραμμάτων στον 20ό αιώνα, που σε καμία των περιπτώσεων δεν οδήγησαν σε «κοινωνικό μετασχηματισμό». Εκτός κι αν συνειδητά χρησιμοποιεί τον «κοινωνικό μετασχηματισμό» ως πρόσχημα και ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται παρά για την από καιρό ξεπερασμένη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση που πρόκυψε ως ανάγκη του καπιταλισμού μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπό την ύπαρξη των σοσιαλιστικών κατακτήσεων στην Ευρώπη.
Απ’ όλα αυτά προκύψανε και οι ταλαντεύσεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το αν θα έπρεπε να συμμετέχει με ξεχωριστό από το ΣΥΡΙΖΑ ψηφοδέλτιο στις εκλογές της 17ης Ιούνη. Δεν είναι τυχαίο ότι ομάδα στελεχών της ΑΡΑΝ τάχθηκαν υπέρ της κοινής εκλογικής καθόδου, ενώ συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως η «Κομμουνιστική Ανανέωση», είχαν καλέσει σε κοινή εκλογική κάθοδο της αριστερός για την ανάδειξη «αντιμνημονιακής κυβέρνησης» και για τις 6 Μάη. Ανάλογη στάση υπέρ της εκλογικής σύμπραξης με το ΣΥΡΙΖΑ κράτησαν αρκετά στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποδέχτηκε με διθυράμβους την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, υποβαθμίζοντας την επιχειρουμένη αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, κρύβοντας τις επιδιώξεις της αστικής τάξης για αναχαίτιση της ριζοσπαστικοποίησης με την εκστρατεία εγκλωβισμού των λαϊκών στρωμάτων στην αστική ιδεολογική-πολιτική επιρροή μέσω αποπροσανατολιστικών, εκβιαστικών διλλημάτων και αυταπατών.(10)
Τα παραπάνω διανθίζονται με τη χρησιμοποίηση παλιών σύνθημάτων και εκτιμήσεων του ΚΚΕ που δεν είχαν επαληθευτεί με το πέρασμα του χρόνου.
Ο Αποστολής Παππάς είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1)«Η διχοτόμηση της αριστεράς σήμερα και οι δυνατές εκβάσεις της πολιτικής κρίσης», του Κ. Μ., www.iskra.gr (ιστοσελίδα που πρόσκειται στο «Αριστερό Ρεύμα» του ΣΥΝ).
2) Ο.π.
3) Το «Νέο Αριστερό Ρεύμα» (ΝΑΡ) συγκροτήθηκε από στελέχη που αποχώρησαν από το ΚΚΕ το 1989, ενώ υπήρξαν φορείς μιας από τις δύο αλληλοτροφοδοτούμενες φραξιονιστικές τάσεις που αναπτύχθηκαν μέσα στο ΚΚΕ στα τέλη της δεκαετίας του 1980, υπονομεύοντας συστηματικά το χαρακτήρα του ως κομμουνιστικού κόμματος που δρα με βάση το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Αυτό το γεγονός σφραγίζει την οπορτουνιστική φυσιογνωμία της οργάνωσης αυτής. Στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του επέδρασαν απόψεις της «αυτονομίας», του τροτσκισμού, καθώς και άλλων δεξιών οπορτουνιστικών ρευμάτων. Η «Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) συγκροτήθηκε το 2009, αρχικά ως εκλογική συμμαχία τον ΝΑΡ με άλλες οπορτουνιστικές ομάδες [Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ), Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡΑΝ), Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΣΕΚ), Κομμουνιστική Ανανέωση κ. ά.]. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετεξελίχθηκε σταδιακά σε πολιτικό συμμαχικό σχήμα με οργανωτική συγκρότηση.
4) Είναι χαρακτηριστική η συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Πριν» ο συντονιστής του «Μετώπου Αλληλεγγύης» Τάσος Σταυρόπουλος, http://www.prin.gr/2012l06lstauropoulos.html.
5) Γι ‘αυτό σε όλα τα κείμενά του μιλάει αποκλειστικά για εργατική δημοκρατία και όχι για δικτατορία του προλεταριάτου.
6)Το ΝΑΡ επί της ουσίας αρνείται μια από τις κεντρικές θέσεις που διατύπωσε ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε;». Δηλαδή ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί «αυθόρμητα», από μόνη της να αποκτήσει συνείδηση της ιστορικής της αποστολής. Η ταξική συνείδηση εισάγεται στην εργατική τάξη «από έξω», από την κομμουνιστική πρωτοπορία που είναι ο φορέας της μαρξιστικής επαναστατικής θεωρίας. Φτάνουν μέχρι το σημείο να υποστηρίζουν ότι μια από τις αιτίες εκφυλισμού του εργατικού κινήματος είναι «…η υποταγή του κινήματος στην κομματική γραμμή και η μετατροπή της σχέσης κόμματος – μαζών ως μια σχέση επιβολής στην τάξη» (Απόφαση 1ου Συνεδρίου ΝΑΡ, σελ. 6).
Το ΝΑΡ αρνείται τόν πρωτοπόρο ρόλο του κόμματος, αλλά και την ανάγκη οργάνωσης και πειθαρχίας στις γραμμές του και σερβίρει παμπάλαιες απόψεις ως καινούργιες. Γι ’ αυτό, ερμηνεύοντας οπορτουνιστικά την εκφυλιστική εξέλιξη ΚΚ, αναφέρουν: «Η εξέλιξη αυτή υποβοηθείται από τα κενά της Λενινιστικής Αντίληψης περί του κόμματος σαν “πρωτοπορία-αντιπρόσωπος-καθοδηγητής ” της τάξης. Από την αναπαραγωγή μέσα στο κόμμα ενός μοντέλου ιεραρχίας και κομματικού καταμερισμού που παραπέμπουν στην οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής», («Για τη φύση και το χαρακτήρα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού», κεφάλαιο των θέσεων του ΝΑΡ για το Ιο Συνέδριό του).
7) Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ με θέμα «Το υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης στη νέα εποχή», σελ. 63.
8) Ο.π., σελ. 61.
9)Παναγιώτης Σωτήρης, http://www. aristerovima.gr/details.php ? id= 3441.
10) Στην απόφαση του Πανελλαδικού Συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 13 Μάη 2012, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί μια σημαντική νίκη του λαού που επιφύλαξε μια συντριπτική ήττα στο «μαύρο μέτωπο’’ του Μνημονίου και στράφηκε κατά κύριο λόγο στην αριστερά […] Η ενίσχυση της αριστεράς, η μεγαλύτερη από το 1958, είναι καρπός της συσσωρευμένης οργής και αγανάκτησης από τις πολιτικές των μνημονίων […] Το μήνυμα της κάλπης δίνει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στους εργαζόμενους και όλο το λαό για να κλιμακώσουν τους αγώνες τους».