Category: Σοβιετικοί καλλιτέχνες
Για να μιλήσει κανείς για την Εσθήρ Σουμπ, μία από τους κυριότερους εκπροσώπους του σοβιετικού κινηματογράφου, δεν μπορεί να μην αναφερθεί αρχικά στην τεράστια ώθηση που έδωσε η ίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση στην τέχνη του κινηματογράφου.
Ο σοβιετικός κινηματογράφος «γεννήθηκε» στις 27 Αυγούστου 1919, τη μέρα που ο Λένιν υπέγραψε το διάταγμα για την εθνικοποίηση του παλιού τσαρικού κινηματογράφου. Ετσι, κοινωνικοποιήθηκαν δομές παραγωγής και διανομής και ο κινηματογράφος απελευθερώθηκε από τις εμπορικές και κερδοσκοπικές εξαρτήσεις. Διαμορφώθηκαν όλες οι απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξή του. Η νεαρή σοβιετική εξουσία χαρακτηρίζει τον κινηματογράφο ως την «πιο σημαντική απ’ όλες τις τέχνες». Τον αντιμετωπίζει ως ένα ζωτικό εργαλείο της Επανάστασης στον αγώνα για τη διαπαιδαγώγηση του νέου ανθρώπου. Οι Σοβιετικοί σκηνοθέτες πασχίζουν να μεταφέρουν στο πανί «τις καινούργιες ιδέες, τα καινούργια συναισθήματα, τις καινούργιες λέξεις της νέας εποχής».
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, απελευθερώνοντας συνολικά την εργατική τάξη από την ταξική σκλαβιά, έσπασε και τα πολλαπλά, κοινωνικά, φυλετικά δεσμά των γυναικών. Οπως και στα υπόλοιπα πεδία της Τέχνης, έτσι και στον κινηματογράφο ήρθαν στο προσκήνιο και κατάφεραν να παίξουν τον δικό τους πρωτοπόρο ρόλο. Μία από αυτές ήταν η Εσθήρ Σουμπ.
Η Σουμπ γεννήθηκε το 1894 στην Ουκρανία και σπούδασε στο Ινστιτούτο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Γυναικών στη Μόσχα με ειδίκευση στη Λογοτεχνία. Ως φοιτήτρια ήρθε σε επαφή με τις ιδέες του μαρξισμού και ξεχώρισε για την ενεργό επαναστατική δράση της. Τελειώνοντας τις σπουδές της, ξεκίνησε να εργάζεται στο Θεατρικό Τμήμα του Λαϊκού Επιμελητηρίου Εκπαίδευσης, δίπλα στους Μέγιερχολντ και Μαγιακόφσκι.
Το 1922 προσλήφθηκε στα μεγαλύτερα κρατικά κινηματογραφικά στούντιο, «Goskino» (αργότερα «Sovkino»), στο τμήμα του μοντάζ. Εχοντας ως βάση τους πειραματισμούς του Κουλέσοφ, η Σουμπ εξέλιξε το μοντάζ σε ισχυρό προπαγανδιστικό όπλο. Η Σουμπ, ανάμεσα σε άλλα, ανέλαβε την ιδεολογική ανακατασκευή ξένων και προεπαναστατικών ταινιών στις απαιτήσεις του πρώτου εργατικού κράτους. Πάνω από 200 ταινίες και πληθώρα επίκαιρων επαναπροσδιορίστηκαν ιδεολογικά από την Σουμπ στα στούντιο «Goskino». Αυτή η πολύ σημαντική εργασία που της ανατέθηκε, την διαμόρφωσε ιδεολογικά και είχε ισχυρό αντίκτυπο στη μετέπειτα εξέλιξή της σε σκηνοθέτρια.
«Μάγισσα του μοντάζ» τη χαρακτήρισε ο ομότεχνός της, Σ. Γιούτκεβιτς. Πολλοί σκηνοθέτες έμαθαν την τέχνη του μοντάζ παρακολουθώντας την να επαναμοντάρει, με σπουδαιότερο όλων τον Αϊζενστάιν, που λίγο αργότερα καθόρισε την έννοια του μοντάζ και την εξέλιξε σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Η Σουμπ τον βοήθησε στις ταινίες του «Απεργία» (1925) και «Οκτώβρης» (1928) σε πολύ σημαντικές σκηνές, με την τεράστια εμπειρία που είχε αποκτήσει σχετικά με τις γωνίες λήψης και το δέσιμο των πλάνων. Ακόμα, συνεργάστηκε και συμβούλευε στα σενάρια, στα γυρίσματα και στο μοντάζ των ταινιών τους τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της ΕΣΣΔ εκείνο το διάστημα, όπως τους αδελφούς Βασίλιεφ, τον Πουντόβκιν, τον Ντόβζενκο, τον Κοζίντσεφ κ.ά.
Για την Σουμπ «ο κινηματογράφος δεν υπάρχει μόνο για να δημιουργεί ταινίες, αλλά πρέπει να συμμετέχει ενεργά στην οικοδόμηση της νέας αταξικής κοινωνίας σαν υπέρτατος οργανωτής, συνήγορος και προπαγανδιστής του πνεύματος της επανάστασης».
Η ταινία της με τίτλο «Η πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ» (1927) συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα ντοκιμαντέρ από καταβολής του είδους. Ηταν το πρώτο ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στα 10χρονα της Επανάστασης του Φλεβάρη του ’17, φτιαγμένο σχεδόν αποκλειστικά από αρχειακό υλικό που η ίδια ανακάλυψε και αποκατέστησε από χρονικά της προεπαναστατικής Ρωσίας, από το 1905 έως τον Α’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Η Σουμπ έψαξε στα αρχεία της «Sovkino», στο Μουσείο της Επανάστασης, σε ιδιωτικές συλλογές στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ, είδε πάνω από 60.000 μέτρα φιλμ και αρνητικά, εκτύπωσε 5.200 μέτρα και από αυτά χρησιμοποίησε 1.500 ώστε να τελειώσει την ταινία της.
Υπάρχει υλικό των εικονοληπτών Αλεξάντρ Λεβίτσκι και Εντουαρντ Τισσέ, από τα προσωπικά αρχεία του τσάρου Νικόλαου ΙΙ, καθώς και χρονικά των Παθέ, Γκομόν, Εκλέρ. Ακόμα και επίκαιρα που είχαν πουληθεί στην Αμερική αγοράστηκαν, ώστε να χρησιμοποιηθούν στην ταινία της, ανάμεσά τους και σπάνια αρχεία που απεικονίζουν τον Β. Ι. Λένιν.
Ο στόχος της Σουμπ δεν ήταν μόνο να δείξει τα γεγονότα, αλλά και να τα ερμηνεύσει από την άποψη της τάξης που πραγματοποίησε και κέρδισε την επαναστατική μάχη. Θέλησε να κάνει μια κινηματογραφική ταινία η οποία κατασκευάστηκε κυρίως από αντεπαναστατικό υλικό, ανέδειξε όμως την αναγκαιότητα και τη ρεαλιστικότητα της Επανάστασης.
Η μεγαλύτερη ίσως συνεισφορά της Σουμπ στο σοβιετικό ντοκιμαντέρ ήταν η συμβολή της στο να συνειδητοποιήσει το σοβιετικό κράτος την ανάγκη συντήρησης, ταξινόμησης και αρχειοθέτησης του υπάρχοντος αρχειακού υλικού: «Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι κάθε μικρό κομμάτι ειδησεογραφικού υλικού που έχει γυριστεί σήμερα πρέπει να θεωρείται ιστορικό ντοκουμέντο για το μέλλον. Αυτό πρέπει να καθορίσει το πότε και ποια γεγονότα κινηματογραφούμε, τη μορφή, το μοντάζ, ακόμα και τις γωνίες λήψης. Χωρίς αρχειακό υλικό από το σήμερα, οι μελλοντικές γενιές δεν θα είναι σε θέση να καταλάβουν και να ερμηνεύσουν το παρόν τους».
«Ο κινηματογράφος μας πρέπει πρώτα απ’ όλα να αντανακλά τη μεγαλύτερη ιστορική εποχή, την εποχή που είμαστε τυχεροί να ζήσουμε». Μετά την ταινία της «Η πτώση της δυναστείας των Ρομανόφ» ακολούθησαν άλλες 15 ταινίες μέχρι το 1949, ανάμεσά τους: «Ο μεγάλος δρόμος» (1927), «Η Ρωσία του Νικόλαου ΙΙ και ο Λεβ Τολστόι» (1928), «Σήμερα» (1930), «Κομσομόλ – Ο σεφ του εξηλεκτρισμού» (1932), «Η Μόσχα χτίζει μετρό» (1934), «Η χώρα των Σοβιέτ» (1937), «Ισπανία» (1939), «Ο φασισμός θα ηττηθεί» (1941).
Το 1929 η Σουμπ πηγαίνει στο Βερολίνο για να συνεργαστεί με τους Γερμανούς κομμουνιστές, ώστε να φτιαχτεί μια ταινία για λογαριασμό της Γ’ Διεθνούς. Η ταινία ήταν ένας συνδυασμός επίκαιρων μαζί με νέα γυρίσματα στο Βερολίνο και τη Σοβιετική Ενωση και κυκλοφόρησε το 1930, με τίτλο «Κανόνια ή Τρακτέρ» στη Γερμανία και «Σήμερα» στη Σοβιετική Ενωση. Στην ταινία αντιπαραβάλλονται εικόνες από τους δύο αντιτιθέμενους κόσμους. Εκεί η Σουμπ ξεδιπλώνει το ταλέντο της, κάνοντας ένα εντυπωσιακό ιδεολογικό και πρωτοπόρο μοντάζ.
Με την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου, η Σουμπ έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη σύγχρονη ηχογράφηση την ώρα του γυρίσματος (και όχι αργότερα στο στούντιο). Με τον Βερτόφ εισηγήθηκαν για την κατασκευή μικροφώνων και φορητών μηχανημάτων ηχογράφησης για τους κινηματογραφιστές της ΕΣΣΔ. Η Σουμπ παρέμεινε στα «Goskino» μέχρι το 1944, όταν και γίνεται σκηνοθέτρια του Κεντρικού Στούντιο Ταινιών Τεκμηρίωσης και υπεύθυνη του κινηματογραφικού περιοδικού «Τα νέα της ημέρας» μέχρι το 1953. Παράλληλα, το 1933-1935 έγινε η κεντρική εισηγήτρια του εργαστηρίου μοντάζ στην τάξη του Αϊζενστάιν στο Πανεπιστήμιο Κινηματογράφου VGIK. Συνέχισε να διδάσκει μοντάζ ακόμα και στα χρόνια του πολέμου, όταν το Πανεπιστήμιο μεταφέρθηκε σε περιοχή κοντά στη Μαύρη Θάλασσα. Πέθανε το 1959 στη Μόσχα.
ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ «ΖΒΕΖΝΤΑ» ΚΑΙ «ΛΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ» (1946)
Από την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής βγαίνει ότι το σοβαρότερο λάθος του περιοδικού «Ζβεζντά»* ήταν πως άνοιξε τις σελίδες του στις «λογοτεχνικές δημιουργίες» του Ζοστσένκο και της Αχμάτοβα. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφέρουμε εδώ το «έργο» του Ζοστσένκο «Οι περιπέτειες μιας μαϊμούς». Το διαβάσατε, ίσως, όλοι και το ξέρετε καλύτερα από μένα. Το έργο τούτο έχει σκοπό του –αυτό είναι το νόημά του- να παραστήσει τεμπέληδες και τέρατα, ηλίθιους και πρωτόγονους τους σοβιετικούς ανθρώπους. Η δουλειά των σοβιετικών ανθρώπων, οι προσπάθειές τους και ο ηρωισμός τους, οι υψηλές κοινωνικές και ηθικές αρετές τους δεν ενδιαφέρουν τον Ζοστσένκο. Το θέμα τούτο λείπει πάντα από τα έργα του. Αυτός ο ξεφτισμένος μικροαστός διάλεξε για μόνιμο θέμα την ανάλυση των πιο ταπεινών, των πιο μικρόψυχων πλευρών της ζωής. Αυτή η κλίση του να σκαλίζει τα μικροπράματα δεν είναι τυχαία. Χαρακτηρίζει όλους τους πλαδαρούς αστούς συγγραφείς, που ανάμεσά τους πρέπει να κατατάξουμε και τον Ζοστσένκο. Ο Γκόρκι μίλησε πολύ γι’ αυτούς τον καιρό του. Θυμάστε πώς στιγμάτισε ο Γκόρκι, στο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων του 1934, τους «λογίους», αν μπορώ να τους πω έτσι, που δεν βλέπουν πέρα από τις βρωμιές και τις γάνες του μαγερειού.
«Οι περιπέτειες μιας μαϊμούς» δεν ξεφεύγουν από τα πλαίσια των συνηθισμένων γραφτών του Ζοστσένκο. Το «έργο» όμως; Αυτό τράβηξε την προσοχή της κριτικής, γιατί είναι το πιο χτυπητό παράδειγμα για ό,τι πιο αρνητικό υπάρχει μέσα στη λογοτεχνική του «παραγωγή». Είναι γνωστό ότι από τον καιρό που γύρισε στο Λένινγκραντ –απ’ όπου είχε φύγει όταν γινόταν η εκκένωση της πόλης- ο Ζοστσένκο έγραψε πολλά βιβλία που τα χαρακτηρίζει η αδυναμία του να βρει μέσα στη σοβιετική ζωή έστω και ένα μονάχα θετικό στοιχείο, έστω κι έναν θετικό τύπο. Όπως στις «Περιπέτειες μιας μαϊμούς» ο Ζοστσένκο συνηθίζει να κοροϊδεύει τη σοβιετική ζωή, τους σοβιετικούς θεσμούς, τους σοβιετικούς πολίτες, καμουφλάροντας αυτή την κοροϊδία με τη μάσκα μιας άδειας αστειολογίας και ενός κούφιου χιούμορ.
Αν διαβάσετε προσεκτικά, αν εμβαθύνετε στη νουβέλα αυτή –«Οι περιπέτειες μιας μαϊμούς»- θα δείτε ότι ο Ζοστσένκο δίνει στη μαϊμού ρόλο ανώτατου κριτή των θεσμών μας και τη βάζει να κάνει στους σοβιετικούς ανθρώπους ένα είδος μάθημα ηθικής. Παρασταίνει τη μαϊμού σα μια λογική αρχή, που μπορεί να κρίνει τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Του Ζοστσένκο του χρειάστηκε να δώσει, από τη ζωή των σοβιετικών ανθρώπων, μια εικόνα εσκεμμένα τερατώδικη, γελοιογραφική και χυδαία για να βάλει στο στόμα της μαϊμούς ένα ύπουλο και αντισοβιετικό λογάκι: καλύτερα να ζεις σε ζωολογικό κήπο παρά ελεύθερος, και ανασαίνεις καλύτερα μέσα σε κλούβα, παρά ανάμεσα στους σοβιετικούς ανθρώπους.
Μπορεί να πέσει κανείς πιο χαμηλά στην ηθική και πολιτική κλίμακα; Και πώς μπόρεσαν οι λενινγκραδέζοι να ανεχτούν μια τέτοια αχρειότητα, μια τέτοια βρωμιά στα περιοδικά τους;
Αν το περιοδικό «Ζβεζντά» προσφέρει στους αναγνώστες του έργα τέτοιας ποιότητας, πόσο αδύνατη πρέπει να είναι η επαγρύπνιση των λενινγκραδέζων που διευθύνουν το περιοδικό αυτό, ώστε να φτάσουν να δημοσιεύουν εκεί μέσα έργα δηλητηριασμένα από ζωώδικο μίσος ενάντια στο σοβιετικό καθεστώς. Μόνο το κατακάθι της λογοτεχνίας μπορεί να γεννοβολά τέτοια «έργα» και μόνο άνθρωποι τυφλοί και χωρίς πολιτικότητα μπορούν να τα βάζουν σε κυκλοφορία.
* «Ζβεζντά»=Αστέρι
Λένε ότι ο μύθος του Ζοστσένκο έκανε το γύρο των θεάτρων του Λένινγκραντ. Πόσο αδύνατη πρέπει να κατάντησε η ιδεολογική καθοδήγηση στο Λένινγκραντ για να μπορούν να γίνονται τέτοια πράγματα! Ο Ζοστσένκο, με τη σιχαμερή ηθική του, κατάφερε να μπει σε ένα μεγάλο περιοδικό του Λένινγκραντ και να στρογγυλοκαθίσει εκεί με όλες του τις ανέσεις. Όμως, το περιοδικό «Ζβεζντά» είναι όργανο που έχει χρέος να διαπαιδαγωγεί τη νεολαία μας. Βρίσκεται, ωστόσο, στο ύψος της αποστολής του ένα περιοδικό που φιλοξένησε έναν συγγραφέα τόσο χυδαίο και τόσο λίγο σοβιετικό σαν τον Ζοστσένκο; Αγνοούσε τάχα η σύνταξη της «Ζβεζντά» τη φυσιογνωμία του Ζοστσένκο; Μήπως, τελευταία ακόμα, στις αρχές του 1944, το περιοδικό «Μπολσεβίκ» δεν έκανε αυστηρή κριτική για μια σκανδαλώδικη νουβέλα του Ζοστσένκο, «Πριν ν’ ανατείλει ο ήλιος», που δημοσιεύτηκε μες στη βράση του απελευθερωτικού πολέμου του σοβιετικού λαού ενάντια στους γερμανούς εισβολείς; Ο Ζοστσένκο ξέχυνε μέσα κει όλη του τη μικρόχαρη και χυδαία ψυχή, με ευφροσύνη, με ηδονή, με τον πόθο να δείξει σ’ όλο τον κόσμο: «Για δέστε τι αγύρτης είμαι».
Είναι δύσκολο να βρει κανείς στη λογοτεχνία μας κάτι πιο αηδιαστικό από την «ηθική» που κηρύττει ο Ζοστσένκο στη νουβέλα του «Πριν ν’ ανατείλει ο ήλιος», όπου παρουσιάζει σα ζώα αηδιαστικά και ακόλαστα, χωρίς ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση τους ανθρώπους και τον εαυτό του. Και την ηθική αυτή την πρόβαλε στους σοβιετικούς αναγνώστες, την ώρα που ο λαός μας έχυνε το αίμα του σε έναν πόλεμο με σκληράδα χωρίς προηγούμενο, την ώρα που η ζωή του σοβιετικού κράτους κρεμότανε μονάχα από μια κλωστή, τον καιρό που ο σοβιετικός λαός έκανε αμέτρητες θυσίες για τη νίκη ενάντια στους γερμανούς, τότε που ο Ζοστσένκο, χωμένος κουραμπιέδικα στην Άλμα Άτα –μακριά στο μετόπισθεν- δεν έκανε τίποτε για να βοηθήσει το σοβιετικό λαό στον αγώνα του ενάντια στους γερμανούς εισβολείς. Δίκαια, λοιπόν, το «Μπολσεβίκ» τον μαστίγωσε σαν κοινό λιβελλογράφο, ξένο προς τη σοβιετική λογοτεχνία. Την εποχή εκείνη κορόιδεψε την κοινή γνώμη. Και να πού σε λιγότερο από δυο χρόνια, πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι που γράφτηκε το σχόλιο του «Μπολσεβίκ», ο ίδιος αυτός ο Ζοστσένκο γυρίζει θριαμβικά στο Λένινγκραντ και αρχίζει να περιφέρεται ελεύθερα στους δρόμους της πόλης. Όχι μόνο η «Ζβεζντά», μα και το περιοδικό «Λένινγκραντ» δημοσιεύουν ευχαρίστως τα γραφτά του. Στα θέατρα ανεβάζουν πρόθυμα τα έργα του. Και ακόμα παραπάνω, του δίνουν τη δυνατότητα να πάρει διευθυντική θέση στο τμήμα της Ένωσης των συγγραφέων στο Λένινγκραντ και να παίζει ενεργό ρόλο στη φιλολογική ζωή της πόλης. Για ποιο λόγο αφήνετε τον Ζοστσένκο να απλώνει την αρίδα του στα λογοτεχνικά οικόπεδα του Λένινγκραντ; Γιατί τα κομματικά στελέχη του Λένινγκραντ, γιατί η οργάνωση των συγγραφέων επέτρεψαν πράματα τόσο επαίσχυντα;
Αυτή την κοινωνική και πολιτική, καθώς και, τη λογοτεχνική φυσιογνωμία, τη σάπια και διεφθαρμένη ως το μεδούλι, δεν την απόκτησε τώρα τελευταία ο Ζοστσένκο. Τα τωρινά του γραφτά δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι απλώς η συνέχεια όλης της φιλολογικής του «κληρονομιάς», που χρονολογείται εκεί, κατά το 1920.
Ποιος ήταν ο Ζοστσένκο στο παρελθόν; Ήταν ένας από τους οργανωτές της φιλολογικής ομάδας «Αδελφοί Σεραπίονες»*. Ποια ήταν η κοινωνική και πολιτική φυσιογνωμία του Ζοστσένκο εκείνη την εποχή; Επιτρέψτε μου να αναφερθώ στο περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά», φύλλο 3 του 1922, όπου οι ιδρυτές αυτής της ομάδας εξέθεταν το «πιστεύω» τους. Ανάμεσα σε άλλα μαργαριτάρια βρίσκουμε εκεί σ’ ένα άρθρο με τίτλο «Για τον εαυτό μου και για μερικά άλλα πράγματα» το «σύμβολο της πίστεως» του Ζοστσένκο. Ο Ζοστσένκο αυτοαποκαλύπτεται δημόσια, χωρίς καθόλου να ενοχλείται και εκφράζει ολότελα ανοιχτά τις πολιτικές και φιλολογικές του γνώμες, ακούστε τον:
Η ανθολογία αυτή έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο απ’ την άποψη του βαθμού επιτυχίας στη σκόπευσή της, την ποιότητα δηλ. στην απόδοση ρωσικών ποιητικών κειμένων σε άλλη γλώσσα, αλλά και για την τόλμη και τη ριζοσπαστικότητα, με την οποία ξαναθέτει ένα παλιό πρόβλημα, το μεταφραστικό, ειδικά σ’ ό,τι αφορά στον ποιητικό λόγο.
Η Ρωσία του 19ου αιώνα είναι ένα καζάνι που βράζει. Αναφύονται κάθε είδους λαϊκές και αστικές επαναστατικές οργανώσεις: Ναρόντνικοι, Πετρασεφσκικοί, Δεκεμβριστές κι αργότερα Εσέροι δεξιοί και αριστεροί, Μηδενιστές ή Νιχιλιστές, Αναρχικοί, Κομμουνιστές. Πολλές από αυτές τις οργανώσεις ασκούν τρομοκρατία, ενώ άλλες είναι θεωρητικές.
Ο Γκόρκι μέσα σε αυτό το πνεύμα, μάς προσφέρει δύο άσματα, όπως τα ονομάζει, που οραματίζονται την επανάσταση, το ένα μάλιστα από αυτά, το «Άσμα για το πουλί της καταιγίδας» θα γίνει το σήμα κατατεθέν του και θα διδάσκεται συστηματικά στα σχολεία.
Τα τέσσερα ποιήματα του Μαγιακόφσκι που ακολουθούν σε αυτή τη συλλογή αναφέρονται, πλήρη στράτευσης, στην Επανάσταση, στο πριν, στο τώρα και στο μετά και στα δέκα χρόνια από την είσοδο του Λένιν στο Πίτερμπουργκ με παραφθορά του «Ο Θεός μαζί μας», σε «Ο Λένιν μαζί μας». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Περιεχόμενα
-Ποιήματα για την Οκτωβριανή Επανάσταση
-Άσμα για το γεράκι – Μαξίμ Γκόρκι
-Άσμα για το πουλί της καταιγίδας – Μαξίμ Γκόρκι
-Ωδή στην επανάσταση – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
-Επανάσταση – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
-Οκτώβρης 1917-1926 – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
-«Ο Λένιν μαζί μας!» – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι