Гудин Евгений Иванович (1921-1991) «Строительство Уралмаша» 1973-1975

Οι ρώσοι εργάτες σ όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Ρωσίας έχουν πάρει θέση σχετικά με το θάνατο του Λ. Ν. Τολστόι και εκφράσανε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα αισθήματά τους προς το συγγραφέα, ο οποίος έδοσε μια σειρά από τα πιο θαυμάσια καλλιτεχνικά έργα, που τον τοποθετούν ανάμεσα στους μεγάλους συγγράφεις όλου του κόσμου, προς το στοχαστή που με τεράστια δύναμη, πεποίθηση και ειλικρίνεια έβαλε μια σειρά ζητήματα που αφορούν τα κύρια χαρακτηριστικά του σύγχρονου πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Τα αισθήματα αυτά εκφράστηκαν σε όλη τους την έκταση στο τηλεγράφημα που έστειλαν οι εργάτες βουλευτές της ΙΙΙ Δούμας** και δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες.

Ο Λ. Τολστόι άρχισε τη φιλολογική του δράση σε μια εποχή που υπήρχε ακόμη το δουλοπαροικιακό καθεστώς, μα που το καθεστώς αυτό ζούσε ολοφάνερα τις τελευταίες του μέρες. Η κύρια δράση του Τολστόι πιάνει την περίοδο εκείνη της ιστορίας της Ρωσίας, που βρίσκεται ανάμεσα στα δυο σημεία στροφής της, ανάμεσα στο 1861 και στο 1905. Στην περίοδο αυτή οι συνέπειες του δουλοπαροικιακού καθεστώτος, οι άμεσες επιβιώσεις του διαπότιζαν πέρα για πέρα όλη την οικονομική (ιδιαίτερα στο χωριό) και όλη την πολιτική ζωή της χώρας. Και ταυτόχρονα αυτή ακριβώς η περίοδος ήταν περίοδος γοργής ανάπτυξης του καπιταλισμού από τα κάτω και επιβολής του από τα πάνω.

Που εκδηλώνονταν οι επιβιώσεις του δουλοπαροικιακού καθεστώτος; Περισσότερο και καθαρότερα στο γεγονός ότι στη Ρωσία, χώρα κυρίως αγροτική, η γεωργία στην περίοδο αυτή βρισκόταν στα χέρια των καταστραμμένων, των εξαθλιωμένων αγροτών που εφάρμοζαν έναν παλιό, πρωτόγονο τρόπο οικονομίας στους παλιούς δουλοπαροικιακούς κλήρους, που είχαν κουτσουρευτεί το 1861 προς όφελος των τσιφλικάδων. Και από την άλλη μεριά η γεωργία βρισκόταν στα χέρια των τσιφλικάδων, που στην Κεντρική Ρωσία καλλιεργούσαν τη γη με τη δουλιά του αγρότη, με το αλέτρι του αγρότη, με το άλογο του αγρότη, για τα «οτρέζκι», τα λιβάδια, τις ποτίστρες που παραχωρούσαν στους αγρότες. Στην ουσία αυτό ήταν το παλιό δουλοπαροικιακό σύστημα οικονομίας. Το πολιτικό καθεστώς της Ρωσίας στην περίοδο αυτή ήταν επίσης πέρα για πέρα διαποτισμένο από τη δουλοπαροικία. Αυτό φαίνεται και από την κρατική οργάνωση προτού αρχίσουν οι πρώτες αλλαγές της το 1905, και από την κυρίαρχη επιροή των ευγενών γαιοκτημόνων στις κρατικές υποθέσεις και από την παντοδυναμία των δημοσίων υπαλλήλων, που κι’ αυτοί βασικά ήταν, κυρίως οι ανώτεροι, εύγενεις-γαιοκτήμονές.

Αυτή η παλιά πατριαρχική Ρωσία ύστερα από το 1861 άρχισε να καταστρέφεται γρήγορα κάτω από την επίδραση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι αγρότες πεινούσαν, αργοπέθαιναν, καταστρέφονταν όσο ποτέ άλλοτε και έφευγαν για την πόλη, παρατώντας τη γη. Κατασκευάζονταν με γοργούς ρυθμούς σιδηροδρομικές γραμμές, φάμπρικες και εργοστάσια, χάρη στη «φτηνή εργασία» των καταστραμμένων αγροτών. Στη Ρωσία αναπτύσσονταν το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο, καθώς και το μεγάλο εμπόριο και η βιομηχανία.

Αυτό ακριβώς το γρήγορο, επίπονο, σκληρό σπάσιμο όλων των παλιών «βάθρων» της παλιάς Ρωσίας βρήκε την εκφρασή του στα έργα του Τολστόι-καλλιτέχνη, στις αντιλήψεις του Τολστόι-στοχαστή.

Глазунов Илья Сергеевич (Россия, 1930) «Матушка Россия» 1968

Ο Τολστόι ήξερε θαυμάσια τη Ρωσία του χωριού, τη ζωή του τσιφλικά και του αγρότη. Στα λογοτεχνικά του έργα έδοσε από τη ζωή αυτή τέτοιες εικόνες που συγκαταλέγονται στα καλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το σκληρό σπάσιμο όλων των «παλιών βάθρων» της Ρωσίας του χωριού όξυνε την προσοχή του, βάθυνε το ενδιαφέρον του για όσα γίνονταν γύρω του, τον έκανε ν’ αλλάξει όλη την κοσμοθεωρία του. Ο Τολστόι από καταγωγή και ανατροφή ανήκε στην ανώτατη τσιφλικάδικη αριστοκρατία της Ρωσίας, όμως ξέκοψε απ’ όλες τις συνηθισμένες αντιλήψεις του περιβάλλοντος αυτού και, στα τελευταία του έργα, επιτέθηκε με τη γεμάτη πάθος κριτική του ενάντια σ’ όλο το σύγχρονο κρατικό, εκκλησιαστικό, κοινωνικό, οικονομικό σύστημα, που βασίζεται στην υποδούλωση των μαζών, στην εξαθλίωσή τους, στην καταστροφή των αγροτών και των μικρονοικοκυρέων γενικά, στη βία και την υποκρισία, που διαποτίζουν από τα πάνω ως τα κάτω όλη τη σύγχρονη ζωή.

Η κριτική του Τολστόι δεν είναι καινούργια. Δεν είπε τίποτε που να μην είχε ειπωθεί πολύ πριν απ αυτόν και στην ευρωπαϊκή και στη ρωσική φιλολογία από εκείνους που στέκονταν στο πλευρό των εργαζομένων. Το χαρακτηριστικό όμως γνώρισμα της κριτικής του Τολστόι και η ιστορική της σημασία είναι ότι η κριτική αυτή εκφράζει με μια δύναμη που προσιδιάζει μόνο στους μεγαλοφυείς καλλιτέχνες την αλλαγή που έγινε στις αντιλήψεις των πλατύτατων λαϊκών μαζών της Ρωσίας της περιόδου που αναφέραμε, και συγκεκριμένα της Ρωσίας του χωριού, της Ρωσίας της αγροτιάς. Γιατί η κριτική του σημερινού συστήματος στα έργα του Τολστόι διαφέρει από την κριτική που κάνουν στο ίδιο σύστημα οι εκπρόσωποι του σύγχρονου εργατικού κινήματος ακριβώς κατά το ότι ο Τολστόι μένει με την άποψη του πατριαρχικού, του αφελή αγρότη, την ψυχολογία του οποίου και μεταφέρει ο Τολστόι στην κριτική του και στη διδασκαλία του. Την κριτική του Τολστόι τη διακρίνει τέτοια δύναμη αισθήματος, τέτοιο πάθος, πειστικότητα, φρεσκάδα, ειλικρίνεια, θάρρος στην προσπάθεια «να φτάσει ως τη ρίζα», να βρει την πραγματική αιτία της δυστυχίας των μαζών, ακριβώς γιατί η κριτική αυτή αντικαθρεπτίζει πραγματικά τη μεταστροφή στις αντιλήψεις των εκατομμυρίων αγροτών που μόλις απαλλάχτηκαν από το δουλοπαροικιακό καθεστώς και είδαν πως η ελευθερία αυτή σημαίνει καινούργιες φρίκες καταστροφής, λιμοκτονία, άστεγη ζωή ανάμεσα στους «εξυπνάκηδες» της πόλης κτλ. Ο Τολστόι αντικαθρεπτίζει τις διαθέσεις τους τόσο πιστά, ώστε κι’ ο ίδιος έμπασε στη διδασκαλία του την αφέλειά τους, την αδιαφορία τους προς την πολιτική, το μυστικισμό τους, την επιθυμία τους να φύγουν από τόν κόσμο, τη «μη αντίσταση στο κακό», τις ανίσχυρες κατάρες κατά του καπιταλισμού και της «εξουσίας του χρήματος». Τη διαμαρτυρία των εκατομμυρίων αγροτών και την απελπισία τους, να τι περιέχει η διδασκαλία του Τολστόι.

Οι εκπρόσωποι του σημερινού εργατικού κινήματος βρίσκουν πως έχουν πολλούς λόγους να διαμαρτύρονται, δεν έχουν όμως λόγο να απελπίζονται. Η απελπισία είναι χαρακτηριστικό των τάξεων που χάνονται, ενώ η τάξη των μισθωτών εργατών αναπόφευκτα μεγαλώνει, αναπτύσσεται και δυναμώνει σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία, μαζί και της Ρωσίας. Η απελπισία χαρακτηρίζει όσους δεν καταλαβαίνουν τις αιτίες του κακού, δεν βλέπουν τη διέξοδο, είναι ανίκανοι να παλέψουν. Το σημερινό βιομηχανικό προλεταριάτο δεν ανήκει σ αυτές τις τάξεις.

«Νας Πουτ», αρ. φυλ. 7,

28 του Νοέμβρη 1910

Υπογραφή: В. Ι – ι ν

Δημοσιεύεται σύμφωνα

με το κείμενο της εφημερίδας

«Νας Πουτ»

ο άρθρο «Ο Λ. Ν. Τολστόι και το σύγχρονο εργατικό κίνημα» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Νας Πουτ».

«Νας Πουτ» («Ο Δρόμος μας»)—μισονόμιμη εφημερίδα που καθοδηγούνταν από τους μπολσεβίκους’ έβγαινε στη Μόσχα από τις 30 του Μάη (12 του Ιούνη) 1910 ως τις 9 (22) του Γενάρη 1911′ συνολικά βγήκαν 8 φύλλα. Η έκδοση της εφημερίδας οργανώθηκε με τη συμμετοχή του Κεντρικού γραφείου των συνδικάτων της Μόσχας, σαν συνέχεια της εφημερίδας «Βέστνικ Τρουντά», που έβγαινε το 1909. Ουσιαστικός διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Ι.Ι. Σκβορτσόφ-Στεπάνοφ. Η εφημερίδα φώτιζε τα ζητήματα της δράσης των συνδικάτων, δημοσίευε υλικά για την κατάσταση των εργατών στις φάμπρικες και στα εργοστάσια, για το απεργιακό κίνημα στη Ρωσία, δημοσίευε άρθρα για την Κρατική δούμα, για το συνδικαλιστικό κίνημα και την πάλη των εργατών στο εξωτερικό και άλλα.

Όλα τα φύλλα της εφημερίδας κατάσχονταν, όμως ουσιαστικά δεν σταματούσε η διάδοση της εφημερίδας, γιατί ολόκληρο το τιράζ μεταφερόταν από το τυπογραφείο ταυτόχρονα με την αποστολή του φύλλου στη λογοκρισία για τον έλεγχο. Στα 7 φύλλα της εφημερίδας μπήκε πρόστιμο 1.900 ρουβλίων. Η εφημερίδα σταμάτησε την εκδοσή της ύστερα από το χτύπημα που δόθηκε στον βασικό πυρήνα των συνεργατών, που προδόθηκαν από προβοκάτορες, και την απαγόρευσή της από το εφετείο.

**Πρόκειται για το τηλεγράφημα που στάλθηκε από τους σοσιαλδημοκράτες βουλευτές της ΙΙΙ Δούμας στο Αστάποβο στον Β. Γκ. Τσερτκόφ, στενό φίλο και οπαδό του Α. Ν. Τολστόι. Το τηλεγράφημα έγραφε: «Η σοσιαλδημοκρατική ομάδα της Κρατικής δούμας, εκφράζοντας τα αισθήματα του ρωσικού και όλου του διεθνούς προλεταριάτου, θλίβεται βαθιά για την απώλεια του μεγαλοφυούς καλλιτέχνη, του ανειρήνευτου και ακατανίκητου αγωνιστή ενάντια στην επίσημη εκκλησία, εχθρού της αυθαιρεσίας και του εξανδραποδισμού, του ανθρώπου που ύψωσε τη βροντερή φωνή του ενάντια στη θανατική καταδίκη, του φίλου των καταδιωγμένων».

Άπαντα Λένιν, τόμ. 20, σελ. 39-42.