Η «Φωτιά» του Δημήτρη Χατζή είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση. Το θέμα αυτό το δίνει απ’ όλες του τις πλευρές, τον αγώνα στα βουνά, στους κάμπους και στις πολιτείες, τις ποικίλες εικόνες της αγωνιστικής ζωής του λαού, μορφές, καταστάσεις, περιπέτειες, όλα θαυμαστά περιγραμμένα και τελειώνει με την «Αντίσταση του Δεκέμβρη» και τις συνέπειές της. Η αφήγηση προχωρεί καλά οργανωμένη, γοργή, γενάτη ενδιαφέρον• η υπόθεση ξετυλίγεται φυσικά κι άνετα και τα επεισόδια ακολουθούν απανωτά, άλλα σοβαρά, άλλα αστεία, και συχνά τραγικά έως την αγωνία.
Όλη η υπόθεση πλέκεται γύρω από τις περιπέτειες μιας χωριάτικης πατριαρχικής οικογένειας, που τα μέλη της το ένα ύστερα από το άλλο μπλέκονται στον αγώνα. Ο γερο-Γιακουμής, ο οικογενειάρχης, είναι μια δυνατή ελληνική μορφή• πεισματάρης, δύστροπος κι αυταρχικός, στην αρχή καταδικάζει την αντίσταση• μα σιγά-σιγά μπαίνει κι αυτός στο στρόβιλο του ξεσηκωμού και δείχνεται γεμάτος ενέργεια και αποφασιστικότητα• και οι γυναίκες σεμνές, σιωπηλές, υπάκουες, μα και με μεγάλη πρωτοβουλία σαν το καλέσει η ανάγκη, δουλευτάρες και σκληραγωγημένες, είναι θαυμάσιοι ελληνικοί τύποι γυναικών του χωριού. Συγκινητικοί είναι και οι τύποι των κοριτσιών, με τα φλογερά τους νιάτα, γεμάτα πίστη κι αυτοθυσία για τον αγώνα• μέσα σ’ όλ’ αυτά, στους κινδύνους, τις καταστροφές και το θάνατο, πλέκεται κι ένα ερωτικό ειδύλλιο, μια αγάπη σιωπηλή και πονεμένη, σχεδόν ασκητική που έχει τραγικό τέλος. Όλες αυτές τις καταστάσεις, τους χαρακτήρες και την ψυχολογία τους, ο συγγραφέας τα δίνει με χοντρές πινελιές και γενικά κυριαρχεί άνετα επάνω στο υλικό του σαν τεχνίτης με παλιά πείρα. Φυσικά το έργο παρουσιάζει κι αδυναμίες κι ελαττώματα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, η επιδέξια τεχνική του, το ορθόδοξο, ρεαλιστικό ύφος του και η αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα του, το τοποθετούν ανάμεσα στα καλύτερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Και τα διηγήματα του Σ. Πατατζή μπορούν να τοποθετηθούν μέσα στα καλύτερα ελληνικά διηγήματα και δείχνουν έναν προικισμένο συγγραφέα που υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Ο αναλυτικός πρόλογος του βιβλίου δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την αξία του.
Ο Δεκέμβρης είναι η φυσική συνέχεια της εθνικής μας Αντίστασης και το κορύφωμα των τετράχρονων αγώνων του λαού μας για την ελευθερία του. Το ποίημα της Ρίτας Μπούμπη Παπά «Αθήνα» εκφράζει τη θύελλα, που συνεπήρε τις λαϊκές μάζες μπροστά στο νέο κίνδυνο της ανεξαρτησίας τους και την ηρωική μέθη αυτού του ξεσηκωμού. Όλο το έργο ξετυλίγεται σαν μια ηρωική συμφωνία• πότε είναι ύμνος, πότε θούριο και πότε ελεγεία• είναι ένα πυκνό δάσος από εικόνες, ένα ματωμένο μυριόφωνο τραγούδι της Ελευθερίας. Μέσα του βροντάει σαν ηφαιστειακή έκρηξη η οργή, που ξεσήκωσε το λαό στον πολυματωμένο το Δεκέμβρη.
Το ποίημα της Ρίτας Μπούμπη-Παπά βλέπει στην ποικιλομορφία της την ιστορική αυτή σύγκρουση και της δίνει το καθολικό της νόημα, σαν ένα γεγονός πλατιάς ανθρώπινης σημασίας. Μέσα στον ελεύθερο ρυθμό της, η ποιητική αυτή σύνθεση, δένοντας μαζί ρεαλιστικά και λυρικά στοιχεία, οργανώνει μια πολυφωνία από πάθη, από οράματα, από ορμή και θρίαμβο, από αγωνίες και βόμβους θανάτου. Δίψα θυσίας, δίψα αθανασίας φλογίζει την ανθρωπότητα το ποιήματος. Μ’ όλο το καταστροφικό τέλος του, μια νικήτρια ανάταση υψώνει την ψυχή του αναγνώστη.
Η πλημμύρα, η ορμή της ζωής, που ξεχειλίζει μέσα στο ποίημα, σκεπάζει, ξεπερνά, νικά το αίσθημα του θανάτου. Η Ρίτα Μπούμπη Παπά έκλεισε στο έργο της όλη τη βουή, τη λάμψη και το μεγαλείο της δεκεμβριανής αντίστασης, που θα μείνει θρυλική και μέσα στις ενδοξότερες σελίδες της ιστορίας μας.
Το έργο παρουσιάζει κάποια πληθωρική αταξία στο υλικό του που προκαλεί τη σύγχιση, έχει πλατιασμούς, όπως και πεζές παρεμβολές, αλλά γενικά το αναπτερώνει μια ορμητική πνοή.
Το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου «33 ημέρες» εμπνέεται κι αυτό από την αντίσταση του Δεκέμβρη. Και το ποίημα αυτό εκφράζει το ίδιο φλογερό πάθος και το συνεπαίρνει η ίδια βίαιη πνοή, που ξεσήκωσε τις λαϊκές μάζες το Δεκέμβρη• μάλιστα ο τόνος του στέκεται σε ψηλότερο λυρικό επίπεδο από το προηγούμενο και η ποιότητα της έκφρασής του είναι συχνά ανώτερη• αλλά η εποπτεία του περιορίζεται σε στενότερο κύκλο.
Τα μαχητικά και υμνητικά τραγούδια της Σοφίας Μαυροειδή είναι μια αξιόλογη προσφορά στον αγώνα. Ο «Ύμνος του ΕΛΑΣ», με τη μουσική του Ν. Τσάκωνα γνώρισε τη δόξα να τραγουδηθεί από τις λαϊκές μάζες με τόσο ενθουσιασμό, που λίγα ελληνικά τραγούδια έως τώρα μπορούν να του παραβγούν. Οι στίχοι του είναι απλοί κι ευκολονόητοι, λαϊκοί μπορεί να πει κανείς, μα κι έντεχνοι• τους διαπερνά μια πνοή ηρωική κι αισιόδοξη. Είναι ποίηση υμνητική και παρορμητική για δράση, ύμνος μαζί και θούριο κι εκφράζει τη μαχητικότητα και την αισιοδοξία του λαού. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για πολλά άλλα τραγούδια της Σοφίας Μαυροειδή.
Η μουσική του Ν. Τσάκωνα συνταίριαξε θαυμαστά και με τους στίχους. Ο ποικίλος ρυθμός της, που αλλού παίρνει ένα επικό πλάτος κι αλλού υψώνεται σ’ ένα εγερτήριο αναφτέρωμα, είναι πολύ ευτυχισμένος• το υμνητικό ύφος σε κάποιες στροφές παίρνει την έκφραση του θρύλου, θυμίζοντάς μας μια δόξα, που ξεκινά από τα περασμένα και πορεύεται προς το μέλλον. Έτσι ταιριασμένα, στίχοι και μουσική, έκαμαν τον ύμνο του ΕΛΑΣ ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του ελληνικού λαού, που θα τραγουδιέται πολύ και στους μελλοντικούς καιρούς.
Δυστυχώς, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να περιλάβει στην κρίση της αυτή και τα τραγούδια της Αντίστασης του Γιώργου Κοτζιούλα, γιατί δεν έφτασαν έγκαιρα στα χέρια της, ώστε να μπορέσει να τα διαβάσει. Η ιδιότυπη ποίηση του Κοτζιούλα, με το ρεαλιστικό και χωρίς φιλολογίες ύφος της, με τον αδρό στίχο και τα σοβαρά συγκρατημένα αισθήματα, φανερώνει τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, γεμάτου αξιοπρέπεια και ηθική ανωτερότητα και του δίνει ξεχωριστή θέση μέσα στους νέους ποιητές μας.
Ας ελπίσουμε, πως το διαγώνισμα τούτο θα συνεχιστεί στο μέλλον, ώστε όλοι οι γνωστοί και άξιοι τεχνίτες να κερδίσουν νέες δάφνες κι άλλοι πρωτοφανέρωτοι να παραβγούν μαζί τους.
Τελειώνοντας, πρέπει να τονίσουμε πως, η πρώτη αυτή συγκομιδή από τη λογοτεχνία της Αντίστασης είναι αρκετά ικανοποιητική• είναι ένα ξεκίνημα, που δίνει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον, αν δημιουργηθεί για την τέχνη μας το κατάλληλο κλίμα, που μόνο μια λαϊκή δημοκρατία μπορεί να δημιουργήσει.
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ
ΚΟΜΕΠ 4, 1946