Υπό Γ. Μ.

 

Η Τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία θέλησε με τη βία ν’ ανακόψει την ανάπτυξη εκείνου του ρεύματος μέσα στις πλαστικές μας τέχνες, που εξέφραζε κι απηχούσε τους αντιφασιστικούς λαϊκούς-δημοκρατικούς αγώνες της εποχής.

 
Φορέας αυτού του ρεύματος ήταν την εποχή εκείνη ο ιδεολογικός-καλλιτεχνικός πυρήνας, που σκοπό του έβαζε να ικανοποιήσει τις πλαστικές ανάγκες του λαϊκού αγώνα, η «Ομάδα Πρωτοπόρων Καλλιτεχνών». Αυτή την ομάδα και τις καλλιτεχνικές της εκδηλώσεις, η δικτατορία έριξε σε παρανομία εφαρμόζοντας την πολιτική εκείνη που μπορούσε να συνοψιστεί σαν προσπάθεια για μια φασιστοκρατική συγκέντρωση και υποταγή της τέχνης μας στα «ιδανικά» του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Μέσα στον αγώνα για να μην πραγματοποιηθεί τούτος ο σκοπός, βρίσκεται το νόημα και η ουσία της καλλιτεχνικής αντίστασης σε κείνη την εποχή, που μια από τις πιο λαμπρές της σελίδες ήταν η μάχη που έδωσε για να υπερασπίσει την ελευθερία στην καλλιτεχνική δημιουργία και εκδήλωση. Τούτη η μάχη δόθηκε στο τέλος του 1937, απ’ αφορμή το «μανιφέστο των Ακαδημαϊκών Ζωγράφων» που ζητούσε την απαγόρευση της «μοντέρνας τέχνης». Ήταν οξύτατη και πήρε ουσιαστικά σκεπασμένο πολιτικό αντιφασιστικό χαρακτήρα. Τις παραδόσεις αυτές της αντιφασιστικής καλλιτεχνικής δράσης πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, συνεχίζει, πλαταίνει κι αναπτύσσει κατόπι η καλλιτεχνική αντίσταση στην περίοδο της κατοχής. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο ολοκληρώνονται παραπέρα οι εχθρικές για την εξέλιξη της τέχνης μας συνθήκες που είχαν τώρα πια αναπτυχθεί από τη δικτατορία. Κάτω από δουλεία ολόπλευρη μόνο οι πνευματικοί κουΐσλιγκς μπορούσαν να μιλούν για «πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση». Αντίθετα μ’ αυτούς, ο λαός μας μιλούσε με το φασισμό, όπως λέει κι ο Μαγιακόφσκυ, «με τη γλώσσα της λόγχης» για να δημιουργήσει έτσι μια προς μια τις προϋποθέσεις, τις εθνικές και κοινωνικές, για μια πραγματικά πνευματική κα καλλιτεχνική άνθιση στον τόπο μας. Τούτη είναι η βασική, η μεγάλη υπηρεσία της Αντίστασης στις πλαστικές τέχνες. Και η μαχητική τούτη γλώσσα που μίλησε το Έθνος με πρωταγωνιστή το λαό, βρήκε την απήχησή της στα έργα των καλλιτεχνών μας. Έτσι γεννήθηκε η τέχνη της Αντίστασης, σαν έκφραση της συμμετοχής των πλαστικών μας τεχνών στην εθνικοαπελευθερωτική πάλη συμμετοχή, που μ’ αυτή κατάκτησε το δικαίωμα να υπολογίζεται από το έθνος, τη δημοκρατία, το λαό, όχι σαν πολυτέλεια άχρηστη, μα σαν αναγκαίος συντελεστής για τη ζωή και την προκοπή του.


Μα η ανεχτίμητη συμβολή του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα στον προοδευτικό μετασχηματισμό της τέχνης μας ήταν και είναι πως καθόρισε συγκεκριμένα και πρακτικά τη μορφή του καλλιτεχνικού μας αγώνα για τη δημιουργία εκείνου που λέμε «τέχνη για το λαό». Έθεσε την ενότητα των καλλιτεχνικών μας δυνάμεων στους ζωγράφους, γλύπτες, χαράκτες και διακοσμητές, την ενότητα στις πλαστικές τους προσπάθειες, στη σωστή της βάση. Ανεξάρτητα από διαφορές τεχνοτροπίας, από διαφωνίες αισθηματικές, κάθε συμμετοχή ήταν πολύτιμη, αν και με τον τρόπο της συνεισέφερε στον κοινό σκοπό, να συντριβεί ο φασισμός και να λευτερωθεί ο λαός. Η ίδια η πραγματικότητα της εθνικής απελευθερωτικής πάλης, έβαζε έτσι τα θεμέλια της ενότητας αυτής πάνω σε βάση με συνέπεια ματεριαλιστική, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια ενότητα ανάμεσα στις διασπασμένες, διαφορετικές, αντιτιθέμενες καλλιτεχνικές τάσεις στη χώρα μας, πάνω σε βάση με συνέπεια ρεαλιστική.

 
Σε πολλούς που σκέφτονται κι εργάζονται για την τέχνη μας, υπάρχει μια προκατάληψη για το ρεαλισμό. Κι αυτή δεν τους αφήνει να καταλάβουν με πόση συνθετική δυναμικότητα μπορεί τούτος να μετασχηματιστεί. Ωστόσο, η ίδια η τέχνη μας σ’ αυτό το δρόμο σήμερα βαδίζει. Δυο είναι οι κύριες απόψεις-θέσεις που συντελούν σε τούτη την προκατάληψη. Η μια είναι η ιδεαλιστική-φορμαλιστική τοποθέτηση, αποφασιστικά αντιρεαλιστική. Η άλλη είναι η μεταφυσική εκείνη αντίληψη για το ρεαλισμό, που του αφαιρεί τον ιστορικό του χαρακτήρα. Μ’ άλλα λόγια, παίρνοντας για υπόδειγμά της μια ιστορική του μορφή, την απολυτοποιεί, την επεκτείνει σ’ όλους τους καιρούς, και σ’ όλους τους τόπους, τον κρίνει αφαιρεμένα και στατικά. Και η μια και η άλλη αντίληψη πιστεύει, πως με το να κατισχύσει ο ρεαλισμός σημαίνει, να αρθεί κάθε ελευθερία και εγγύηση για την ανάπτυξη των διαφόρων καλλιτεχνικών εκφράσεων. Τον αντιθέτει για παράδειγμα στη ρομαντική, στη λυρική ή τη συμβολική έκφραση. Και το κάνει γιατί δεν καταλαβαίνει τη βασική αντίθεση που κινεί την εσωαισθητική μας εξέλιξη σήμερα. Δεν καταλαβαίνει πως πάνω σε μια άλλη βάση και με μια άλλη έννοια, οι καλλιτεχνικές τούτες εκφράσεις δεν αντιτίθενται στο ρεαλισμό, μα βρίσκουν τη φυσιολογική τους ανάπτυξη, γίνονται μορφές της δικής του έκφρασης. Πώς μ’ άλλα λόγια η κυριαρχία του ρεαλιστικού ύφους δεν έρχεται σ’ αντίθεση μ’ αυτές, παρά μόνο με τον ιδεαλιστικό, μυστικιστικό, φορμαλιστικό τους πυρήνα και για το συνεπή ρεαλισμό με τον απόλυτο, το στατικό ρεαλιστικό τους χαρακτήρα.

 
Ιδεαλιστικές – φορμαλιστικές τέτοιες μορφές μέσα στις δικές μας πλαστικές τέχνες, στάθηκαν και είναι τα καλλιτεχνικά ισοδύναμα, στηρίγματα του μεγαλοϊδεατισμού. Τούτος βρήκε στη νεοελληνική μας τέχνη, μέσα στο φορμαλισμό1 την έκφρασή του, που με τη σειρά του βρήκε το ιδεολογικό του στήριγμα στο μεγαλοϊδεατισμό.

 

 

1. Αντίθετα με το ρεαλισμό, ο φορμαλισμός γενικά θεωρεί τη μορφή σαν το πρωταρχικό, σαν αποκάλυψη της ιδέας, του πνεύματος, που τα τοποθετεί αντικειμενικά ή υποκειμενικά και που μορφοποιούν την υλική ουσία. Αξιοποιεί, αξιολογεί, δημιουργεί αποσπώντας τη μορφή από την ουσία κι από τα περιεχόμενα που σχετίζονται με το υλικό γίγνεσθαι. Το τελευταίο αποδείχνει την ιστορικότητα και τον καθορισμό – το εξωϋποκειμενικό σε τελευταία ανάλυση – των μορφών. Θεωρεί, δουλεύει τη μορφή χώρια, γίνεται λάτρης του τύπου, του κανόνα της εξωτερικής φόρμας. Στην τέχνη ακόμα, πέφτει στον εκλεκτισμό, στην αφαίρεση, τη φυγή από τη ζωντανή εικόνα.

 

ΚΟΜΕΠ 4, 1946, σελ 170