Η 4η Αυγούστου, η Κατοχή, και η μεταδεκεμβριανή περίοδος στάθηκαν οι νεκροθάφτες για τη γλυπτική μας. Παρ’ όλ’ αυτά, το γεγονός πως υπάρχουν σήμερα γλυπτικές συνθέσεις που αφορούν στην Αντίσταση, είναι κάτι που ανάλογα πρέπει να εκτιμηθεί. Ο ρόλος της γλυπτικής μας θα γίνεται ολοένα μεγαλύτερος μέσα σε μια αληθινή δημοκρατία, όταν θα κληθεί να στήσει τα μνημεία της Αντίστασης.
Η χαρακτική μας, η πιο νεαρή από τις πλαστικές μας τέχνες και η λιγότερο επηρεασμένη από τις «καθαρές» αναζητήσεις, ήταν από την τεχνική της φύση προορισμένη να προσαρμοστεί καλύτερα στην παράνομη δράση στον καιρό της κατοχής, να επωμιστεί έτσι τις μεγαλύτερες ευθύνες, μα και νά’ χει την ευκαιρία να προσφέρει περισσότερα. Σήμερα το πρόβλημα της ποιότητας είναι ανάγκη πιο σοβαρά ν’ απασχολήσει τους χαράκτες μας.
Πολύμορφη στάθηκε η προσφορά της διακόσμησης στον κοινό αγώνα, στις σκλαβωμένες εαμικές πόλεις και στη λευτερωμένη από τον ΕΛΑΣ Ελλάδα. Σ’ αυτή δούλεψαν ζωγράφοι, σκιτσογράφοι, χαράκτες, επιγραφοποιοί, επαγγελματίες, ερασιτέχνες, αυτοδίδακτοι λαϊκοί τεχνίτες, για να διακοσμήσουν τον παράνομο τύπο μας, χώρους κλειστούς και ανοιχτούς, βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες, διαφωτιστικά πλακάτ, πανώ, λαϊκά λάβαρα. Ιδιαίτερα στην περίοδο της απελευθέρωσης, η λαϊκή πρωτοβουλία φουντώνει και η συμμετοχή της στις συνοικίες και στα χωριά με τους επονίτικους ομίλους και τα εαμικά συνεργεία γινότανε ολοένα πιο πλατιά. Τούτο είναι ένα γεγονός με ξεχωριστή σημασία, που δείχνει πως ο ίδιος ο λαός στον αγώνα για να πραγματοποιήσει τη δημοκρατία του, προβάλλει το αίτημα της συμμετοχής του στην τόσο τρομακτικά κλειστή γι’ αυτόν πλαστική δημιουργία και πως η ίδια η ανάγκη του αγώνα το επιβάλλει.
Στο χιουμοριστικό και σατυρικό σκίτσο και σχέδιο, έλαχε η μεγάλη ευθύνη κι ευχάριστη τύχη, να βρει στη μεταδεκεμβριανή περίοδο, μια πιο πλατιά επαφή με τις λαϊκές μάζες –ιδιαίτερα της Αθήνας- μέσα από τα χιουμοριστικά δημοκρατικά περιοδικά, για να ικανοποιήσει τη βαθιά δημοκρατική διάθεση του λαού. Μ’ όλες τις μεγάλες της αδυναμίες, η μεταδεκεμβριανή σκιτσογραφία μας που στο μεγάλο της μέρος είναι ακόμα πολύ επηρεασμένη από μια φτηνή δημοσιογραφική δεξιοτεχνία κι εύκολο πνεύμα, η συμβολή της στάθηκε θετική για το δημοκρατικό αγώνα. Η λαϊκή πρωτοβουλία ήταν εκείνη, που την αντιστασιακή σατυρική εικόνα –σε πλακάτ, σε μακέτα, σε πανώ την έβγαλε στην επιφάνεια του διαφωτιστικού αγώνα, την τόνισε και την πραγματοποίησε πριμιτιβιστικά έστω και άτεχνα, μα πηγαία, στις μεγάλες καμπάνιες – διαδηλώσεις της απελευθέρωσης. Οι λαϊκές μας συνοικίες έφτιαχναν μόνες τους μια σειρά από τέτοια πλακάτ, πανώ και μακέτες που κορόιδευαν τον κατακτητή, τον Χίτλερ και τον Μουσσολίνι,τον Παπατζή και τον Προδότη, τον Δοσίλογο και τον Γλύξμπουργκ. Σαν συνέχεια, μέσα στον αγώνα του Δεκέμβρη, οι χαράκτες του λινόλεουμ έδωσαν μια πιο έντεχνη μορφή σ’ αυτή την πρωτόγονη μα πηγαία τεχνοτροπία και διάθεση. Κι εδώ βρίσκεται μια από τις αποχρώσεις που χαρακτηρίζει τη δεκεμβριανή αντιστασιακή χαρακτική. Μόνο ωστόσο μια έκθεση της τέχνης της Αντίστασης μπορεί να δώσει την ευκαιρία και τις δυνατότητες για μια αισθητική ανάλυση κι αξιολόγηση των έργων της.
Είναι πια εύκολο να καταλάβουμε γιατί ο μεταδεκεμβριανός νεοφασιστικός φορέας του μεγαλοϊδεατισμού ήρθε σε μια τόσο βαθιά αντίθεση με την τέχνη της Αντίστασης. Έβλεπε και βλέπει σ’ αυτή, τον ιδεολογικό – αισθητικό του εχθρό, βλέπει στα έργα της την εικόνα της χρεωκοπίας και της προδοσίας του στην πιο κρίσιμη στιγμή της εθνικής μας ζωής. Να γιατί την καταδίωξε με τόσο πείσμα. Κι αυτή η δίωξη άρχισε από τον κατακτητή και δεν τελείωσε ακόμα. Οι μαχητικές μας αφίσες και τα πανώ, οι γκραβούρες14 και τα σχέδια για πολυγραφημένα, ιχνογραφημένα, στοιχειοθετημένα παράνομα έντυπα, οι βινιέτες και οι τίτλοι, τα ένσημα και τα καρτ-ποστάλ, οι σφραγίδες και τα διακοσμητικά γράμματα, όλ’ αυτά που χάρισαν στα μάτια του μαχητή λαού μια κάποια εικόνα της αγωνιστικής του ζωής και του τόνωσαν την πίστη στη λευτεριά, τα οχτρεύτηκε πιότερο κι από τον κατακτητή ο ντόπιος φασισμός. Και τα κατάστρεψε όπου κι όποτε τα συναντούσε, στην κατοχή, το Δεκέμβρη, μετά το Δεκέμβρη. Στην Αθήνα και στην επαρχία. Με τη φωτιά και με τα σκόμπικα αεροπλάνα. Με τις λεηλασίες στα σπίτια των καλλιτεχνών της Αντίστασης και στα σπίτια του λαού στις συνοικίες, όπου τα φύλαγε μ’ αγάπη. Με το σφουγγάρι και με το σκίσιμο. Από τους τοίχους και τα τηλεγραφόξυλα. Από τα γραφεία και τα τυπογραφεία. Από παντού έπρεπε να σβήσει η εικόνα της Αντίστασης, το χρώμα, ο τόνος, η προοπτική της. Έτσι, αντί να συγκεντρωθούν όλες αυτές οι «ταπεινές» ζωγραφιές που βοήθησαν ωστόσο το έθνος να λευτερωθεί σ’ ένα Μουσείο Εθνικό, το Εθνικό μας Μουσείο γίνεται φυλακή της Εθνικής μας Αντίστασης, και η τέχνη μας μπαίνει κάτω από τον ανεύθυνο ένοπλο έλεγχο που αντικατέστησε τις κριτικές επιτροπές μέσα στη μεταδεκεμβριανή περίοδο.
Μέσα στη νεοελληνική καλλιτεχνική μας πραγματικότητα, μέσα στην ιδιομορφία της τέχνης, με μορφή αισθητική, ο αγώνας του λαού μας συνεχίζεται σήμερα κάτω απ’ τη σημαία του αντιστασιακού ρεαλισμού. Σήμερα κι αύριο, αργά ή γρήγορα, η σύγκρουση με τα αισθητικά ιδανικά της «Μεγάλης Ιδέας» και με τις ιδεαλιστικές – φορμαλιστικές της αφετηρίες και καταλήξεις, γίνεται και θα γίνεται αναπόφευκτη. Τη σύγκρουση τούτη, ο καλλιτέχνης κι ο κριτικός της Αντίστασης πρέπει να τη δεχτεί. Ο αγώνας αυτός είναι βέβαια δύσκολος, κοπιαστικός, σκληρός μα αναγκαίος. Η ανεκτίμητη προσφορά του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα είναι, πως έδειξε στις πλαστικές τέχνες, στον καλλιτέχνη και κριτικό τους, τον αντιφορμαλιστικό δρόμο και τρόπο τούτης της πάλης.
14. Γκραβούρα. Η ζωγραφική που γίνεται με χάραγμα σε ξύλο, πέτρα κ.ά.