Του Σ. Σαλαβιώφ

Όταν ο Μαρξ, καταπολεμώντας το αστικό δόγμα του αμετάβλητου και του φυσικού προορισμού όλων των ανθρώπινων αναγκών, διατύπωνε τη θέση ότι η φύση των αναγκών αυτών είναι ιστορικοκοινωνική κι ότι αυτές δημιουργούνται μέσω της εργασίας και μάλιστα όχι μόνο μέσω των προϊόντων αλλά και μέσω της ίδιας της ανθρώπινης ικανότητας κατανάλωσής τους, ήταν πάρα πολύ φυσικό να ανατρέχει διαρκώς στην ανάλυση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Το αισθητικό πρόβλημα προέκυπτε αναγκαστικά από την ίδια τη δομή της οικονομικοκοινωνικής ανάλυσης του Μαρξ. Η κατανάλωση του καλλιτεχνικού προϊόντος λαμβάνεται εδώ σαν μοντέλο, σαν «αντιπροσωπευτικό δείγμα» της κοινωνικά ανεπτυγμένης σχέσης ως προς το αντικείμενο.

Οι αστοί οικονομολόγοι, στη σύγκρουσή τους με παραδείγματα τέτοιων σχέσεων, δηλαδή με περιπτώσεις όπου η ανάγκη για ένα καθορισμένο αντικείμενο δεν φαίνεται από καμμιά άποψη «δοσμένη από τη φύση», ήσαν υποχρεωμένοι να τη χαρακτηρίσουν «τεχνητή» και κατά συνέπεια να ξεμπερδεύουν με το συσχετιζόμενο αντικείμενο λέγοντας ότι δεν είναι θεμιτό απ’τη σκοπιά της παραγωγής και του πλούτου. Ο Μαρξ βλέπει σ’αυτό την απόδειξη της ακρότατης παραμόρφωσης της οικονομικής αντίληψης και σημειώνει: «Ο οικονομολόγος καθορίζει κατά πρώτο λόγο σαν τεχνητές τις ανάγκες που γεννιούνται απ’την κοινωνική υπόσταση του ατόμου και κατά δεύτερο λόγο εκείνες που δεν πηγάζουν από τη γυμνή του ύπαρξη σαν αντικειμένου της φύσης. Αυτό δείχνει την ανέλπιδη εσωτερική αθλιότητα που βρίσκεται στη βάση του αστικού πλούτου και της επιστήμης του».

Ο Μαρξ μάς δίνει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση αυτής της σχέσης στο «Κεφάλαιο για το χρήμα». Ο αστικός πλούτος βρίσκει στο χρήμα την καθολική του έκφραση. Γι’ αυτό η κατοχή αυτού ή εκείνου του προϊόντος που επιτυγχάνεται μέσω του χρήματος είναι η μοναδική μορφή κοινωνικής σχέσης ανάμεσα στο άτομο και στο αντικείμενο που αναγνωρίζεται ανεπιφύλακτα απ’την αστική πολιτική οικονομία. «Το χρήμα αποτελεί από μόνο του την κοινότητα (Gemeiwesen) και δεν ανέχεται καμμιάν άλλη κοινότητα που να κυριαρχεί πάνω του». Πάνω σ’ αυτή τη βάση όλες οι πνευματικές αξίες είναι για την αστική πολιτική οικονομία διεφθαρμένες ανωμαλίες του πλούτου, γιατί μορφές όπως η τέχνη και η επιστήμη αποτελούν οι ίδιες καθορισμένα συστήματα κοινότητας και αυτό προκύπτει με σαφήνεια είτε πρόκειται για προϊόντα της πνευματικής δραστηριότητας είτε πρόκειται για τον ειδικό τρόπο της κατανάλωσής τους. «Η άμεση έκφραση της κοινωνικότητας –λέει ο Μαρξ- βασίζεται στην ουσία του περιεχομένου της και είναι σύμμορφη με τη φύση της». Γι’ αυτό ο Μαρξ στο κεφ. «Για το χρήμα» υπογραμμίζει πόσο κωμική θα φαινόταν η εφαρμογή στον τομέα των πνευματικών αξιών του τρόπου ιδιοποίησης του αντικειμενικού πλούτου που βασίζεται στο χρήμα: «Θα ήταν π.χ. το ίδιο σαν η ανακάλυψη ενός κάποιου λίθου να μου έδινε κατά τρόπο απόλυτα ανεξάρτητο από την ατομικότητά μου τρόπο, την κυριαρχία πάνω σ’ όλες τις επιστήμες. Η κατοχή που επιτυγχάνεται μέσω του χρήματος με φέρνει σε σχέση με τον (κοινωνικό) πλούτο, σε μια σχέση απόλυτα ταυτόσημη με τη σχέση που θα μου έδινε η κατοχή του φιλοσοφικού λίθου όσον αφορά τις επιστήμες». Αυτό που λέγεται εδώ για την επιστήμη ισχύει και για την τέχνη. Οι «αισθητικοί λίθοι» δεν είναι μικρότερη παραδοξολογία από τους «φιλοσοφικούς λίθους».

Σε τελευταία ανάλυση το πρόβλημα περιορίζεται στο εξής: η κοινωνική συνάφεια που στηρίζεται στο χρήμα έρχεται καθαρά σε αντίθεση με τη μορφή της κοινωνικής συνάφειας που προϋποθέτει η τέχνη. Το αντικείμενο που παράγεται απ’την καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι πάντοτε προορισμένο να αποτελέσει αντικείμενο κοινωνικού ενδιαφέροντος, κοινωνικής κριτικής, κοινωνικής αξιολόγησης. Αντίθετα το αντικείμενο που προέρχεται από τους κόλπους της ανταλλαγής μέσω του χρήματος γίνεται αντικείμενο χρήσης από μέρους του ατομικού ιδιοκτήτη.

Η μορφή πραγματοποίησης που διαγράφεται σε αναλογία με τη φύση της τέχνης είναι η κοινωνική κατανάλωση του καλλιτεχνικού προϊόντος. Η ατομική κατοχή δεν μπορεί παρά να δημιουργεί αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο. Ο πίνακας ενός μεγάλου ζωγράφου που βρίσκεται κλεισμένος στο σαλόνι ενός μαικήνα παύει να ζει γιατί έτσι στερείται απ’τον κατάλληλο τρόπο πραγματοποίησής του. Εφόσον η ατομική ιδιοκτησία είναι το άλφα και το ωμέγα του αστικού πλούτου, οι καλλιτεχνικές αξίες αναπόφευκτα θα φαίνονται στον αστικό κόσμο σαν ανωμαλίες και η καλλιτεχνική δραστηριότητα απ’την ίδια της τη φύση θα επιδιώκει να ξεπεράσει τα σύνορα αυτής της ιδιοκτησίας. Αυτή είναι μια κατ’εξοχήν ιστορική αντίθεση.

Στην τέχνη η ιστορική φύση του αντικειμένου αποκαλύπτεται πλήρως. Κάθε νέα καλλιτεχνική μορφή καθορίζει μια δοσμένη εποχή και περιγράφει κριτικά όλη την προηγούμενη πορεία της καλλιτεχνικής εξέλιξης. Αυτό βρίσκεται σε καθαρή αντίθεση με τον τρόπο που εκδηλώνεται ο αστικός πλούτος. Στο χρήμα ο πλούτος ενεργεί «σαν μέταλλο, σα λίθος, σαν απλό σωματικό αντικείμενο… που σαν τέτοιο μπορεί να βρεθεί σε φυσική κατάσταση και στο οποίο ο καθορισμός της μορφής δεν διαχωρίζεται από τη φυσική του ύπαρξη».

Η άποψη αυτής της εξωιστορικής καταγωγής του πλούτου ρίζωσε σταθερά και στην αστική οικονομική επιστήμη. Ο Μαρξ στην αρχή και ο Λένιν έπειτα, υπογράμμισαν ότι η αντίληψη πως οι αστικές σχέσεις είναι σχέσεις φυσικές και αιώνιες, αποτελεί μια από τις πιο βασικές διαστροφές αυτής της επιστήμης.

Μπροστά στον αστικό κόσμο που ισχυρίζεται πως είναι φυσικός και αιώνιος, η τέχνη, όντας μια απ’ τις πιο ανεπτυγμένες μορφές πλούτου ορθώνει το πιο τρομακτικό φάσμα: το φάσμα της ιστορίας που αποκαλύπτει ότι οι αξίες, οι οποίες στο γενικό σύστημα των αστικών σχέσεων εμφανίζονται σαν δικά του γεννήματα, είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα της μακραίωνης εξέλιξης της παραγωγής και της κουλτούρας. Η αστική πραγματικότητα διαγράφεται λοιπόν μπροστά στην ανθρώπινη συνείδηση με την ιστορική της διαμόρφωση και με τα ιστορικά της όρια. Είναι φανερό ότι υπήρξαν στο παρελθόν και άλλα συστήματα πλούτου, και θα υπάρξουν και στο μέλλον, που είναι σε ριζική αντίθεση με το χρηματικό πλούτο, πιο ευνοϊκά κατά συνέπεια από την ίδια τους τη φύση για την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Είναι η περίπτωση, σύμφωνα με τον Μαρξ, του συστήματος που ίσχυε στην αρχαιότητα. Η παραγωγή της αρχαιότητας αποκαλύπτει με τη μεγαλύτερη σαφήνεια ότι, σε εποχές που προηγήθηκαν από την καπιταλιστική παραγωγή, η ανάπτυξη μιας ορισμένης μορφής πλούτου δεν ήταν αποσπασμένη από την ανάπτυξη του ίδιου του ανθρώπου προς μίαν κατεύθυνση. Ο Μαρξ αναλύοντας τις σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί κατά την αρχαιότητα σημειώνει: «Κάθε μορφή του φυσικού πλούτου, όσο δεν αντικαθίσταται από την αξία ανταλλαγής, προϋποθέτει μια ουσιαστική σχέση του ατόμου με το αντικείμενο έτσι που το άτομο κατά κάποιο τρόπο αντικειμενικοποιείται μέσα στα πράγματα και η από μέρους του ιδιοποίηση του πράγματος ενεργεί ταυτόχρονα σαν καθορισμένη ανάπτυξη της ατομικότητάς του. Ο πλούτος με τη μορφή πρόβατου, σαν ανάπτυξη του ανθρώπου-βοσκού, ο πλούτος με τη μορφή σταριού σαν ανάπτυξη του ανθρώπου-καλλιεργητή».

Στο περιβάλλον της πιο απάνθρωπης μορφής εκμετάλλευσης, που βασιζόταν στη δουλεία, και μέσα στα πλαίσια της κοινότητας των πόλεων δημιουργήθηκαν τέτοιες σχέσεις και μια τέτοια αντίληψη του πλούτου, που απ’τους ανθρώπους της αστικής κοινωνίας κρίνονται «πιο ανεπτυγμένες» απ’τις σημερινές σχέσεις. Οι αρχαίοι θεωρούσαν σαν μέτρο της κοινωνικής ανάπτυξης και του κοινωνικού πλούτου την ατομική ανάπτυξη του καθενός από τα ελεύθερα μέρη της δημοκρατίας των πόλεων, μιαν ανάπτυξη που ανταποκρίνεται κατά συνέπεια στο σύνολο των αναγκών της κοινότητας των πόλεων. «Κατά την αντίληψη των αρχαίων –λέει ο Μαρξ- στόχος της παραγωγής δεν ήταν ο πλούτος… (δηλαδή ανταλλακτική αξία. Ε.Σ.). Η έρευνα αποσκοπούσε πάντα να καθορίσει ποια μορφή ιδιοκτησίας δημιουργεί τους καλύτερους πολίτες». Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η τέχνη (ιδιαίτερα το αρχαίο θέατρο που στην Αθήνα ήταν ένα ισχυρό μέσο πολιτικής διαπαιδαγώγησης) αποτελούσε στην Ελλάδα αντικείμενο οικονομικής κηδεμονίας από μέρους του κράτους. Οι δαπάνες που προορίζονταν γι’ αυτό, που ορισμένες χρονιές ξεπερνούσαν ακόμη και τις πολεμικές δαπάνες, ήταν αναγκαίες, λογικές, ανταποκρίνονταν στους γενικούς σκοπούς της παραγωγής, ενώ η αστική οικονομία τις τέτοιες δαπάνες τις καταχωρεί στις μη παραγωγικές. Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτοι κριτικοί του καπιταλισμού (ιδιαίτερα το μεγαλύτερο μέρος των εκπροσώπων της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας) αντιπαρέβαλλαν ακριβώς την αρχαία κοινωνία στον αστικό κόσμο. Στην άνθηση της αρχαίας τέχνης έβλεπαν ένα απ’ τα ουσιαστικά γνωρίσματα του όλου συστήματος της αρχαιότητας.

Μετάφραση Μανόλη Φουρτούνη για την Επιθεώρηση Τέχνης, 49