Να λοιπόν πώς ήταν το Λένινγκραντ πριν και πώς έγινε τώρα. Άσχημο, ακαλλιέργητο, πρόστυχο. Πόσο ενοχλητικό φάνηκε στον καημένο τον αγαπητό «Ονέγκιν»! Μ’ αυτό τον τρόπο περιγράφει ο Κάζιν το Λένινγκραντ και τους κατοίκους του.

Πόση κακία, πόση διαστροφή, πόση σαπίλα αποκαλύπτει αυτή η συκοφαντική παρωδία…

Πώς μπόρεσε η σύνταξη του «Λένινγκραντ» να αφήσει να περάσει αυτή η κακεντρεχής συκοφαντία για την πόλη και τους θαυμάσιους κατοίκους της; Πώς μπορούμε να δεχόμαστε τέτοιους Κάζιν στα περιοδικά του Λένινγκραντ;

Πάρτε ένα άλλο έργο, την παρωδία μιας παρωδίας για τον Νεκράσωφ, είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε είναι άμεση βρισιά στη μνήμη του μεγάλου ποιητή και του δημόσιου άντρα, βρισιά που για δαύτην έπρεπε να αγανακτήσει κάθε φωτισμένος άνθρωπος. Ωστόσο, η σύνταξη του «Λένινγκραντ» δημοσίευσε πρόθυμα αυτό το πρόστυχο λογοτεχνικό κατασκεύασμα.

Τι άλλο βρίσκουμε ακόμα στο περιοδικό «Λένινγκραντ»; Ένα ανέκδοτο, ξένο, ανούσιο και χυδαίο, παρμένο προφανώς από τις παλιές συλλογές των ξεφτισμένων ανεκδότων του τέλους του περασμένου αιώνα. Μα δεν έχει λοιπόν τίποτα άλλο να δημοσιεύσει, δεν υπάρχει τίποτα άξιο να γράψει; Πάρτε π.χ. το θέμα της ανασυγκρότησης του Λένινγκραντ. Παντού κοχλάζει μια θαυμάσια δουλειά. Η πόλη γιατρεύει τις πληγές της πολιορκίας. Οι λενινγκραδέζοι ξεχυλάνε από ενθουσιασμό και από τη χαρούμενη συγκίνηση της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Γράψαν τίποτε γι’ αυτό το θέμα στο περιοδικό «Λένινγκραντ»; Θα δούνε τάχα μια μέρα οι λενινγκραδέζοι τα κατορθώματά τους στη δουλειά να αντικαθρεπτίζονται στις σελίδες του περιοδικού;

Ας πάρουμε τώρα το θέμα της σοβιετικής γυναίκας. Επιτρέπεται να καλλιεργούμε στους σοβιετικούς αναγνώστες και τις σοβιετικές αναγνώστριες τις επαίσχυντες γνώμες της Αχμάτοβα για το ρόλο και τον προορισμό της γυναίκας, χωρίς να δίνουμε ούτε μια σωστή εικόνα για τη σοβιετική γυναίκα γενικά, για την κοπέλα και για την ηρωική γυναίκα του Λένινγκραντ ιδιαίτερα, που σήκωσαν το βάρος των τεράστιων δυσκολιών στα χρόνια του πολέμου και σήμερα δουλεύουν με αυταπάρνηση για να εκπληρώσουν τα δύσκολα καθήκοντα της οικονομικής ανόρθωσης;

Όπως βλέπουμε η κατάσταση στο τμήμα του Λένινγκραντ της Ένωσης των συγγραφέων είναι τέτοια τούτη την ώρα που δεν υπάρχουν –να το πούμε καθαρά- αρκετά έργα αξίας για δυο λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά περιοδικά. Να γιατί η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος αποφάσισε να σταματήσει η έκδοση του περιοδικού «Λένινγκραντ», ώστε να συγκεντρωθούν όλες οι καλύτερες λογοτεχνικές δυνάμεις στο περιοδικό «Ζβεζντά». Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως το Λένινγκραντ δεν θα αποκτήσει, στις κατάλληλες συνθήκες και δεύτερο περιοδικό, και τρίτο ακόμα. Το πρόβλημα αυτό θα λυθεί από τον αριθμό των έργων ποιότητας και αξίας. Αν αυτά τα έργα είναι αρκετά και δεν τους φτάνει ένα μόνο περιοδικό, θα μπορεί να δημιουργηθεί και δεύτερο και τρίτο περιοδικό. Μα μόνο με τον όρο πως οι συγγραφείς μας του Λένινγκραντ θα δημιουργούν έργα αξίας από άποψη ιδεολογική και καλλιτεχνική.

Αυτά είναι, λοιπόν, τα χοντρά λάθη και οι ελλείψεις που ξεσκεπάζει και τονίζει η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ (μπ.) της ΕΣΣΔ για τη δουλειά των περιοδικών «Ζβεζντά» και «Λένινγκραντ».

Πού βρίσκεται η ρίζα αυτών των λαθών και αυτών των ελλείψεων; Βρίσκεται στο γεγονός ότι οι αρχισυντάκτες των περιοδικών που αναφέραμε, οι σοβιετικοί λόγιοι, καθώς και οι καθοδηγητές του ιδεολογικού μας μετώπου στο Λένινγκραντ ξέχασαν μερικές βασικές αρχές του λενινισμού για τη λογοτεχνία. Πολλοί από τους συγγραφείς, και ακόμα από κείνους που δουλεύουν υπεύθυνοι συντάκτες, ή κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην Ένωση των συγγραφέων, νομίζουν ότι η πολιτική είναι υπόθεση της κυβέρνησης, υπόθεση της Κεντρικής Επιτροπής. Όσο για τους ανθρώπους των γραμμάτων, δεν είναι δουλειά τους να ασχολούνται με την πολιτική. Φτάνει ένα κείμενο να είναι καλογραμμένο, με τέχνη, και το θεωρούν κατάλληλο να δημοσιευτεί, χωρίς να λογαριάζουν τη σαπίλα που περιέχει και που αποπροσανατολίζει τη νεολαία μας, τη δηλητηριάζει. Έχουμε την αξίωση από τους συντρόφους μας, τόσο τους καθοδηγητές της λογοτεχνίας, όσο και τους συγγραφείς, να έχουν οδηγό τους ετούτο το πράμα, που δίχως αυτό δεν μπορεί να ζήσει το σοβιετικό καθεστώς, δηλαδή την πολιτική, για να αναθρέψουμε τη νεολαία μας όχι στο πνεύμα του «ωχαδερφισμού» και της αδιαφορίας για τις ιδέες, μα στο πνεύμα της επαναστατικής ζέσης.