Ένα δεύτερο μεγάλο λάθος πηγάζει από την ιδεολογική αδυναμία των καθοδηγητών της «Ζβεζντά» και του «Λένινγκραντ». Το λάθος αυτό είναι ότι ορισμένοι υπεύθυνοι έβαλαν σε πρώτη γραμμή τις σχέσεις τους με τους συγγραφείς και όχι το γενικό συμφέρον, την πολιτική αγωγή των σοβιετικών ανθρώπων, τον πολιτικό προσανατολισμό των ανθρώπων των γραμμάτων, μα προσωπικά συμφέροντα, φιλίες. Λέγεται ότι πολλά έργα, ιδεολογικά επικίνδυνα και αδύνατα από καλλιτεχνική άποψη, δημοσιεύονται από φόβο μήπως θιχτεί ο τάδε ή ο δείνα συγγραφέας. Τέτοιου είδους υπεύθυνοι προτιμούν να θυσιάζουν τα συμφέροντα του λαού και τα συμφέροντα του κράτους, παρά να θίξουν κάποιον. Αυτή είναι απόλυτα σφαλερή θέση και πολιτικά λαθεμένη, είναι σαν να αντάλλαζες ένα εκατομμύριο με μια πεντάρα.

Η Κεντρική Επιτροπή τόνισε στην απόφασή της τι κίνδυνος υπάρχει όταν υποκαθιστάς μια στάση αρχών στη λογοτεχνία με οικογενειακότητες. Αυτό το πνεύμα της παρέας, αυτή η έλλειψη αρχών από μερικούς συγγραφείς μας είχε βαθιά αρνητική επίδραση, επέφερε το κατέβασμα του ιδεολογικού επιπέδου πολλών λογοτεχνικών έργων και διευκόλυνε στοιχεία ξένα προς τη σοβιετική λογοτεχνία να μπουν στη λογοτεχνία. Η έλλειψη κριτικής από μέρους των καθοδηγητών του ιδεολογικού μετώπου και των καθοδηγητών του Λένινγκραντ, η υποκατάσταση του πνεύματος αρχών με οικογενειακότητες σε βάρος των συμφερόντων του λαού ήταν βαθύτατα βλαβερές.

Ο σύντροφος Στάλιν μάς διδάσκει πως αν θέλουμε να διατηρήσουμε στελέχη, να τα μορφώσουμε και να τα συγκροτήσουμε δεν πρέπει να φοβόμαστε να θίξουμε κανέναν, ούτε να φοβόμαστε την τολμηρή, ειλικρινή και αντικειμενική κριτική αρχών. Δίχως κριτική, κάθε οργάνωση, ακόμα και λογοτεχνική, μπορεί να διαφθαρεί. Δίχως κριτική, κάθε στραβό μπορεί να γίνει χειρότερο και θα είναι ύστερα πιο δύσκολο να τα βγάλουμε πέρα μαζί του. Μόνο μια τολμηρή και ειλικρινής κριτική θα βοηθήσει τους ανθρώπους μας να τελειοποιούνται, θα τους σπρώξει να προχωρούν και να υπερνικούν τις αδυναμίες της δουλειάς τους. Εκεί όπου δεν υπάρχει κριτική απλώνεται το βάλτωμα, λείπει ο αέρας, δεν υπάρχει πια τόπος για πρόοδο. Ο σύντροφος Στάλιν πολλές φορές τόνισε ότι ο κύριος όρος για την ανάπτυξή μας είναι η ανάγκη για κάθε σοβιετικό άνθρωπο να κάνει κάθε μέρα τον απολογισμό της δουλειάς του, να ελέγχει δίχως φόβο τον εαυτό του, να αναλύει τη δουλειά του, να κάνει θαρραλέα κριτική στις ελλείψεις και τα λάθη του, να σκέφτεται με ποιους τρόπους θα μπορέσει να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα στη δουλειά του και να δουλεύει αδιάκοπα για την τελειοποίησή του. Αυτό ισχύει τόσο για τους λογοτέχνες, όσο και για όλους τους άλλους εργαζόμενους. Όποιος φοβάται να υποβάλλει στην κριτική τη δουλειά του, είναι φοβιτσιάρης αξιοπεριφρόνητος, ανάξιος να τον εκτιμά ο λαός.

Είναι πολύ διαδεδομένη, επίσης, στη διοίκηση της Ένωσης των σοβιετικών συγγραφέων η έλλειψη κριτικής απαίτησης από τη δικιά μας τη δουλειά, η αντικατάσταση με οικογενειακότητες της στάσης αρχών απέναντι στους συγγραφείς. Η καθοδήγηση της Ένωσης και ιδιαίτερα ο πρόεδρός της, ο σύντροφος Τιχόνοφ, είναι υπεύθυνοι για την κατάσταση στα περιοδικά «Ζβεζντά» και «Λένινγκραντ» που καταγγείλαμε. Φταίνε, όχι μόνο γιατί δεν εμπόδισαν να διεισδύσει στη σοβιετική λογοτεχνία η βλαβερή επίδραση του Ζοστσένκο, της Αχμάτοβα και άλλων μη σοβιετικών συγγραφέων, μα ακόμα και γιατί κλείσαν τα μάτια τους μπροστά στο γεγονός ότι στα περιοδικά μας μπήκαν ύπουλα τάσεις και ήθη ξένα προς τη σοβιετική λογοτεχνία.

Στα λάθη των περιοδικών του Λένινγκραντ έπαιξε, επίσης, ρόλο το σύστημα του ανεύθυνου που θρονιάστηκε στη διεύθυνση των περιοδικών και ιδιαίτερα στη σύνταξη των περιοδικών του Λένινγκραντ. Κανένας δεν ήξερε ποιος ήταν υπεύθυνος για το περιοδικό, στο σύνολό του και στα διάφορα τμήματά του, όπου έλειπε η πιο στοιχειώδης τάξη. Είναι απαραίτητο να διορθώσουμε αυτή την κατάσταση. Να γιατί η Κεντρική Επιτροπή με την απόφασή της όρισε έναν αρχισυντάκτη στη «Ζβεζντά», υπεύθυνο για τον προσανατολισμό του περιοδικού και για την ανώτερη ιδεολογική και καλλιτεχνική ποιότητα των έργων που δημοσιεύει.